Ancient Greek-English Dictionary Language

λέκτρον

Second declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λέκτρον λέκτρου

Structure: λεκτρ (Stem) + ον (Ending)

Etym.: le/gw

Sense

  1. a couch, bed, to bed
  2. the marriage-bed

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀντὶ μὲν ἠνορέησ ἐρατὴν παράκοιτιν ὀπάσσω, ἀντὶ δὲ κοιρανίησ Ἑλένησ ἐπιβήσεο λέκτρων· (Colluthus, Rape of Helen, book 190)
  • περῶσα γὰρ δὴ ποταμίουσ διὰ ῥοὰσ λέκτροισ ἐπλάθην Στρυμόνοσ φυταλμίοισ, ὅτ’ ἤλθομεν γῆσ χρυσόβωλον ἐσ λέπασ Πάγγαιον ὀργάνοισιν ἐξησκημέναι Μοῦσαι μεγίστην εἰσ ἔριν μελῳδίασ κείνῳ σοφιστῇ Θρῃκί, κἀκτυφλώσαμεν Θάμυριν, ὃσ ἡμῶν πόλλ’ ἐδέννασεν τέχνην. (Euripides, Rhesus, episode, antistrophe 1 1:3)
  • ἐμοὶ χρῆν συμφοράν, ἐμοὶ χρῆν πημονὰν γενέσθαι, Ἰδαίαν ὅτε πρῶτον ὕλαν Ἀλέξανδροσ εἰλατίναν ἐτάμεθ’, ἅλιον ἐπ’ οἶδμα ναυστολήσων Ἑλένασ ἐπὶ λέκτρα, τὰν καλλίσταν ὁ χρυσοφαὴσ Ἅλιοσ αὐγάζει. (Euripides, Hecuba, choral, strophe1)
  • μόχθουσ ἕξω κρείσσουσ, ἢ λέκτροισ πλαθεῖσ’ Ἑλλάνων . (Euripides, The Trojan Women, choral, strophe 26)
  • οὔκ, ἀλλὰ λέκτρων σκότια νυμφευτήρια. (Euripides, The Trojan Women, episode, lyric13)
  • ἦλθεσ ἐσ νόθον τι λέκτρον; (Euripides, Ion, episode, trochees 1:3)
  • οὐ τῶν γάμων ἕκατι ‐ μυρίαι κόραι θηρῶσι λέκτρον τοὐμόν ‐ εἴρηται τόδε· (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 2:6)
  • νῦν δ’ ἐγὼ μὲν ἡ τὸ σὸν σῴζουσα λέκτρον παιδὸσ ἐστερήσομαι, ἡ δ’ ἐξαμαρτοῦσ’, ὑπότροφον νεάνιδα Σπάρτῃ κομίζουσ’, εὐτυχὴσ γενήσεται. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode 2:15)
  • ἀρχὰσ τῆσδε γῆσ ἔδωκέ μοι Ἐτεοκλέησ παῖσ σόσ, γάμων φερνὰσ διδοὺσ Αἵμονι κόρησ τε λέκτρον Ἀντιγόνησ σέθεν. (Euripides, Phoenissae, episode, iambic 1:5)
  • σὺ δ’ ἐκλιποῦσα τριπτύχουσ θρήνουσ νεκρῶν κόμιζε σαυτήν, Ἀντιγόνη, δόμων ἔσω καὶ παρθενεύου τὴν ἰοῦσαν ἡμέραν μένουσ’, ἐν ᾗ σε λέκτρον Αἵμονοσ μένει. (Euripides, Phoenissae, episode, iambic 3:6)

Synonyms

  1. a couch

  2. the marriage-bed

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION