Ancient Greek-English Dictionary Language

κουρίδιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κουρίδιος κουρίδιᾱ κουρίδιον

Structure: κουριδι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kou=ros, kou/rh

Sense

  1. wedded, a lawful, wedded wife, lawful marriage, a husband's
  2. nuptial, bridal

Examples

  • ἀλλ’ εἴσαγ’ ὡσ τάχιστα ταυτηνὶ λαβών, καὶ τὴν πύελον κατάκλυζε καὶ θέρμαιν’ ὕδωρ, στόρνυ τ’ ἐμοὶ καὶ τῇδε κουρίδιον λέχοσ. (Aristophanes, Peace, Lyric-Scene21)
  • ἀλλ’ ὑμῖν μὲν πάντεσ Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντεσ δοῖεν κουριδίουσ ἄνδρασ, καὶ τέκνα τεκέσθαι, ὡσ ἐθέλουσι τοκῆεσ· (Anonymous, Homeric Hymns, 15:13)
  • οἱᾶ δ’ ἀκοίτην κουρίδιον θαλεροῖσι δάμαρ προσπτύσσετο μύθοισ· (Apollodorus, Argonautica, book 4 17:13)
  • Ἀλκιβίη πλοκάμων ἱερὴν ἀνέθηκε καλύπτρην Ἥρῃ κουριδίων εὖτ’ ἐκύρησε γάμων. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , 4)
  • Πένθοσ κουριδίῳ τε πόσει καὶ μητρὶ λιποῦσα καὶ πατρὶ τῷ φύσαντι Πολυξένη ἐνθάδε κεῖται. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , mixed meters194)

Synonyms

  1. nuptial

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION