- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λέξις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: lexis 고전 발음: [렉시] 신약 발음: [랙시]

기본형: λέξις λέξεως

형태분석: λεξι (어간) + ς (어미)

어원: λέγω

  1. 말, 스타일, 발언, 담화, 말씀, 품격
  1. a saying, speech, a way of speaking, diction, style

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λέξις

말이

λέξει

말들이

λέξεις

말들이

속격 λέξεως

말의

λέξοιν

말들의

λέξεων

말들의

여격 λέξει

말에게

λέξοιν

말들에게

λέξεσι(ν)

말들에게

대격 λέξιν

말을

λέξει

말들을

λέξεις

말들을

호격 λέξι

말아

λέξει

말들아

λέξεις

말들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐκοῦν κακῶς ἐχρήσατο τῇ λέξει ὁ Αἰσχίνης. (Dionysius of Halicarnassus, Libri secundi de antiquis oratoribus reliquiae, chapter 42)

    (디오니시오스, Libri secundi de antiquis oratoribus reliquiae, chapter 42)

  • καθόλου δὲ τριῶν ὄντων, ὥς φησι Θεόφραστος, ἐξ ὧν γίνεται τὸ μέγα καὶ σεμνὸν καὶ περιττὸν ἐν λέξει, τῆς τε ἐκλογῆς τῶν ὀνομάτων καὶ τῆς ἐκ τούτων ἁρμονίας καὶ τῶν περιλαμβανόντων αὐτὰ σχημάτων, ἐκλέγει μὲν εὖ πάνυ καὶ τὰ κράτιστα τῶν ὀνομάτων τίθησιν, ἁρμόττει δὲ αὐτὰ περιέργως, τὴν εὐφωνίαν ἐντείνων μουσικήν, σχηματίζει τε φορτικῶς καὶ τὰ πολλὰ γίνεται ψυχρὸς ἢ τῷ πόρρωθεν λαμβάνειν ἢ τῷ μὴ πρέποντα εἶναι τὰ σχήματα τοῖς πράγμασι διὰ τὸ μὴ κρατεῖν τοῦ μετρίου. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 31)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 31)

  • βούλεται δὲ ἡ φύσις τοῖς νοήμασιν ἕπεσθαι τὴν λέξιν, οὐ τῇ λέξει τὰ νοήματα. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 12 2:1)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 12 2:1)

  • καὶ συντίθησί γε αὐτὴν ἀφελῶς πάνυ καὶ ἁπλῶς, ὁρῶν ὅτι οὐκ ἐν τῇ περιόδῳ καὶ τοῖς ῥυθμοῖς, ἀλλ ἐν τῇ διαλελυμένῃ λέξει γίνεται τὸ ἦθος. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 86)

    (디오니시오스, chapter 86)

  • ὁμοίως δὲ καὶ τὴν ἀπολογίαν τοῦ ἀνδρὸς καὶ αὐτὴν εἰς Λυσίαν ἀναφερομένην φερομένην οὔτε τοῖς πράγμασιν ἀτόπως ἔχουσαν οὔτε τοῖς ὀνόμασιν ἀσθενῶς δι ὑποψίας ἔλαβον οὐκ ἐπανθούσης τῇ λέξει τῆς Λυσιακῆς χάριτος: (Dionysius of Halicarnassus, chapter 12 2:2)

    (디오니시오스, chapter 12 2:2)

유의어

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION