Ancient Greek-English Dictionary Language

λάσιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λάσιος λάσιᾱ λάσιον

Structure: λασι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: akin to dasu/s

Sense

  1. hairy, rough, shaggy, woolly
  2. shaggy with brushwood, bushy, bushes

Examples

  • Θάεο τὸν Βρομίου κεραὸν τράγον, ὡσ ἀγερώχωσ ὄμμα κατὰ λασιᾶν γαῦρον ἔχει γενύων, κυδιόων ὅτι οἱ θάμ’ ἐν οὔρεσιν ἀμφὶ παρῇδα βόστρυχον εἰσ ῥοδέαν Ναῒσ ἔδεκτο χέρα. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 7451)
  • τούτῳ δὴ λασίαν ἡμῶν ἀπηργάσατο τὴν κεφαλὴν ὁ ποιῶν, χρώμενοσ μὲν αἰτίοισ τοῖσ εἰρημένοισ, διανοούμενοσ δὲ ἀντὶ σαρκὸσ αὐτὸ δεῖν εἶναι στέγασμα τῆσ περὶ τὸν ἐγκέφαλον ἕνεκα ἀσφαλείασ κοῦφον καὶ θέρουσ χειμῶνόσ τε ἱκανὸν σκιὰν καὶ σκέπην παρέχειν, εὐαισθησίασ δὲ οὐδὲν διακώλυμα ἐμποδὼν γενησόμενον. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 384:2)

Synonyms

  1. hairy

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION