Ancient Greek-English Dictionary Language

λάσιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λάσιος λάσιᾱ λάσιον

Structure: λασι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: akin to dasu/s

Sense

  1. hairy, rough, shaggy, woolly
  2. shaggy with brushwood, bushy, bushes

Examples

  • τοῦ δὲ Κεκίνα λοχίσαντοσ εἰσ λάσια χωρία καὶ ὑλώδη πολλοὺσ ὁπλίτασ, ἱππεῖσ δὲ προεξελάσαι κελεύσαντοσ, κἂν συνάψωσιν οἱ πολέμιοι κατὰ μικρὸν ἀναχωρεῖν καὶ ἀναφεύγειν, ἄχρι ἂν ὑπάγοντεσ οὕτωσ ἐμβάλωσιν αὐτοὺσ εἰσ τὴν ἐνέδραν, ἐξήγγειλαν αὐτόμολοι τῷ Κέλσῳ. (Plutarch, Otho, chapter 7 2:1)
  • νύμφαι Νηιάδεσ, καλλίρροον αἳ τόδε νᾶμα χεῖτε κατ’ οὐρείου πρωνὸσ ἀπειρέσιον, ὔμμιν ταῦτα πόρεν Δαμόστρατοσ Ἀντίλα υἱὸσ ξέσματα, καὶ δοιῶν ῥινὰ κάπρων λάσια. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 3281)
  • τὸ δὲ "ἀναγκαῖον" καὶ ἀντίτυπον, παρὰ τὴν βούλησιν ὄν, τὸ περὶ τὴν ἁμαρτίαν ἂν εἰή καὶ ἀμαθίαν, ἀπείκασται δὲ τῇ κατὰ τὰ ἄγκη πορείᾳ, ὅτι δύσπορα καὶ τραχέα καὶ λάσια ὄντα ἴσχει τοῦ ἰέναι. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 225:5)
  • οἱ δὲ λοιποὶ πάλιν ἐσ τὰ λάσια συνέφευγον, τὴν πόλιν ἐκλιπόντεσ, ᾗ ὄνομα Τέρπωνοσ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 4 3:7)
  • ὥνεκά μοι λασία μὲν ὀφρῦσ ἐπὶ παντὶ μετώπῳ ἐξ ὠτὸσ τέταται ποτὶ θὥτερον ὦσ μία μακρά, εἷσ δ’ ὀφθαλμὸσ ἔπεστι, πλατεῖα δὲ ῥὶσ ἐπὶ χείλει. (Theocritus, Idylls, 16)

Synonyms

  1. hairy

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION