- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κύκλος?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: kyklos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κύκλος κύκλου

형태분석: κυκλ (어간) + ος (어미)

  1. 원, 고리, 반지
  2. 둥근 물체, 바퀴
  3. 군중
  4. 시장, 장터
  5. 원형 운동
  6. 공, 구
  1. circle, ring
  2. Any circular object, such as a wheel
  3. A crowd of people
  4. marketplace
  5. circular movement
  6. sphere, globe

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κύκλος

원이

κύκλω

원들이

κύκλοι

원들이

속격 κύκλου

원의

κύκλοιν

원들의

κύκλων

원들의

여격 κύκλῳ

원에게

κύκλοιν

원들에게

κύκλοις

원들에게

대격 κύκλον

원을

κύκλω

원들을

κύκλους

원들을

호격 κύκλε

원아

κύκλω

원들아

κύκλοι

원들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλ ὑφίζανον κύκλοις, ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 1:4)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric 1:4)

  • τούτου δὲ καὶ Ἰσχόμαχος ὁ κῆρυξ ἐγένετο ζηλωτής, ὃς ἐν τοῖς κύκλοις ἐποιεῖτο τὰς μιμήσεις: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 78 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 78 1:2)

  • "ὅθεν ἡ σελήνη ταπεινὴ μὲν ἐμπεσοῦσα τοῖς μεγίστοις λαμβάνεται κύκλοις ὑπ αὐτῆς καὶ διαπερᾷ τὸ βύθιον καὶ σκοτωδέστατον ἄνω δ οἱο῀ν ἐν τενάγει διὰ λεπτότητα τοῦ σκιεροῦ χρανθεῖσα ταχέως ἀπαλλάττεται. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 20 5:17)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 20 5:17)

  • "ἥ τε μεταλλαγὴ καὶ τὸ ποικίλον τοῦτο τῆς φορᾶς καὶ πεπλανημένον οὐκ ἀνωμαλίας οὐδὲ ταραχῆς ἐστιν, ἀλλὰ θαυμαστὴν ἐπιδείκνυνται τάξιν ἐν τούτοις καὶ πορείαν οἱ ἀστρολόγοι, κύκλοις τισὶ περὶ κύκλους ἑτέρους ἐξελιττομένοις συνάγοντες αὐτὴν οἱ μὲν ἀτρεμοῦσαν, οἱ δὲ λείως καὶ ὁμαλῶς ἀεὶ τάχεσι τοῖς αὐτοῖς ἀνθυποφερομένην: (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2511)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 2511)

  • ἐν δὲ τῷ παντὶ πέντε μὲν ζώναις ὁ περὶ γῆν τόπος, πέντε δὲ κύκλοις ὁ οὐρανὸς διώρισται, δυσὶν ἀρκτικοῖς καὶ δυσὶ τροπικοῖς καὶ μέσῳ τῷ ἰσημερινῷ: (Plutarch, De defectu oraculorum, section 36 7:1)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 36 7:1)

유의어

  1. 둥근 물체

  2. 원형 운동

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION