- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κυβερνήτης?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: kybernētēs 고전 발음: [뀌베네:떼:] 신약 발음: [뀌배네떼]

기본형: κυβερνήτης κυβερνήτου

형태분석: κυβερνητ (어간) + ης (어미)

  1. 조종사, 조타수
  2. 안내인, 가이드, 길잡이
  1. a steersman, helmsman, pilot
  2. a guide, governor

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κυβερνήτης

조종사가

κυβερνήτα

조종사들이

κυβερνῆται

조종사들이

속격 κυβερνήτου

조종사의

κυβερνήταιν

조종사들의

κυβερνητῶν

조종사들의

여격 κυβερνήτῃ

조종사에게

κυβερνήταιν

조종사들에게

κυβερνήταις

조종사들에게

대격 κυβερνήτην

조종사를

κυβερνήτα

조종사들을

κυβερνήτας

조종사들을

호격 κυβερνῆτα

조종사야

κυβερνήτα

조종사들아

κυβερνῆται

조종사들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ κατακείσῃ ὥσπερ ἐν καρδίᾳ θαλάσσης καὶ ὥσπερ κυβερνήτης ἐν πολλῷ κλύδωνι. (Septuagint, Liber Proverbiorum 23:34)

    (70인역 성경, 잠언 23:34)

  • Ωσπερ γὰρ ἄριστος κυβερνήτης ὁ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἐλεαζάρου λογισμὸς πηδαλιουχῶν τὴν τῆς εὐσεβείας ναῦν ἐν τῷ τῶν παθῶν πελάγει (Septuagint, Liber Maccabees IV 7:1)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 7:1)

  • Ζητῶν δὲ ἀεὶ πρὸς ἐμαυτὸν οὔπω καὶ τήμερον εὑρεῖν δεδύνημαι τίνος ἕνεκα τὴν σπουδὴν ταύτην ἐσπούδακας περὶ τὴν ὠνὴν τῶν βιβλίων ὠφελείας μὲν γὰρ ἢ χρείας τῆς ἀπ αὐτῶν οὐδ ἂν οἰηθείη τις τῶν καὶ ἐπ ἐλάχιστόν σε εἰδότων, οὐ μᾶλλον ἢ φαλακρὸς ἄν τις πρίαιτο κτένας ἢ κάτοπτρον ὁ τυφλὸς ἢ ὁ κωφὸς αὐλητὴν ἢ παλλακὴν ὁ εὐνοῦχος ἢ ὁ ἠπειρώτης κώπην ἢ ὁ κυβερνήτης ἄροτρον. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 19:2)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 19:2)

  • κατὰ ταὐτὰ δὴ καὶ σὺ πρᾶττε ὁπόσα καλῶς ἔχειν νομίζεις κυβερνήτης νῦν γε ὤν ἐγὼ δέ, ὥσπερ ἐπιβάταις νόμος, σιωπῇ καθεδοῦμαι πάντα πειθόμενος κελεύοντί σοι. (Lucian, Contemplantes, (no name) 3:3)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 3:3)

  • "ὅμως δ οὖν κἂν ἐκείνους μιμείσθω - ἐκεῖνοι γάρ οὐκ ἐμπηδῶσιν ἐς τὸ πῦρ, ὡς Ὀνησίκριτος ὁ Ἀλεξάνδρου κυβερνήτης ἰδὼν Κάλανον καόμενόν φησιν, ἀλλ ἐπειδὰν νήσωσι, πλησίον παραστάντες ἀκίνητοι ἀνέχονται παροπτώμενοι, εἶτ ἐπιβάντες κατὰ σχῆμα καίονται, οὐδ ὅσον ὀλίγον ἐντρέψαντες ^ τῆς κατακλίσεως. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:76)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:76)

유의어

  1. 조종사

  2. 안내인

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION