Ancient Greek-English Dictionary Language

κυάνεος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: κυάνεος

Structure: κυανε (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ku/anos

Sense

  1. dark-blue

Examples

  • παπαί, ὅλοσ οὗτοσ πελιδνὸσ καὶ κατάγραφοσ, μᾶλλον δὲ κυάνεόσ ἐστιν ἀπὸ τῶν στιγμάτων. (Lucian, Cataplus, (no name) 28:3)
  • ἀμφὶ δὲ πέπλοσ κυάνεοσ ῥαδινοῖσι θεᾶσ ἐλελίζετο ποσσίν. (Anonymous, Homeric Hymns, 19:11)
  • ὁ δὲ ταῦροσ ἐβόσκετο μοῦνοσ ἀπ’ ἄλλων κυάνεοσ· (Anonymous, Homeric Hymns, 20:2)
  • Τιμάδοσ ἅδε κόνισ, τὰν δὴ πρὸ γάμοιο θανοῦσαν δέξατο Φερσεφόνασ κυάνεοσ θάλαμοσ, ἇσ καὶ ἀποφθιμένασ πᾶσαι νεοθᾶγι σιδάρῳ ἅλικεσ ἱμερτὰν κρατὸσ ἔθεντο κόμαν. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4891)
  • αὐτὰρ ἐπ’ αὐτοῦ κυάνεοσ ἐλέλικτο δράκων, κεφαλαὶ δέ οἱ ἦσαν τρεῖσ ἀμφιστρεφέεσ ἑνὸσ αὐχένοσ ἐκπεφυυῖαι. (Homer, Iliad, Book 11 3:14)

Synonyms

  1. dark-blue

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION