Ancient Greek-English Dictionary Language

καθύπερθε

Adverb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καθύπερθε

Sense

  1. from above, down from above
  2. on the top or upper side, above, atop, above, north of, the upper country, who falls atop of, to have the upper hand of
  3. before

Examples

  • ἔτι καὶ τῷ καθύπερθε πυκνῷ σανιδώματι διακειμένῳ, ὅπωσ πάντοθεν ἐσκοτισμένοι τοὺσ ὀφθαλμοὺσ ἀγωγὴν ἐπιβούλων ἐν παντὶ τῷ κατάπλῳ λαμβάνωσι. (Septuagint, Liber Maccabees III 4:10)
  • "ἀλλ’ ὁπότε Τρώων γενεὰ καθύπερθε γένηται Φοινίκων ἐν ἀγῶνι, τότ’ ἔσσεται ἔργα ἄπιστα· (Plutarch, De Pythiae oraculis, section 119)
  • οὐδέ κεν ἐν κύλικι πρότερον κεράσειέ τισ οἶνον ἐγχέασ , ἀλλ’ ὕδωρ καὶ καθύπερθε μέθυ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 183)
  • ἔξω βλέπουσι ναυτιῶντεσ καὶ ταραττόμενοι, μένειν δὲ καὶ χρῆσθαι τοῖσ παροῦσιν ἀνάγκην ἔχοντεσ λευκᾶσ καθύπερθε γαλάνασ εὐπρόσωποι σφᾶσ παρήισαν ἔρωτεσ ναϊάσ κλαΐδοσ χαραξιπόντου δαιμονίαν ἐσ ὕβριν. (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 2 3:1)
  • ἀλλ’ οὐ Δημήτηρ ὡρηφόροσ, ἀγλαόδωροσ, ἤθελεν ἑδριάασθαι ἐπὶ κλισμοῖο φαεινοῦ, ἀλλ’ ἀκέουσ’ ἀνέμιμνε κατ’ ὄμματα καλὰ βαλοῦσα, πρίν γ’ ὅτε δή οἱ ἔθηκεν Ιἄμβη κέδν’ εἰδυῖα πηκτὸν ἕδοσ, καθύπερθε δ’ ἐπ’ ἀργύφεον βάλε κῶασ. (Anonymous, Homeric Hymns, 21:6)

Synonyms

  1. from above

  2. before

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION