헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κοσμητής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κοσμητής κοσμητοῦ

형태분석: κοσμητ (어간) + ης (어미)

어원: kosme/w

  1. 원장, 매니저, 교사
  1. an orderer, director
  2. an adorner

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κοσμητής

원장이

κοσμητᾱ́

원장들이

κοσμηταί

원장들이

속격 κοσμητοῦ

원장의

κοσμηταῖν

원장들의

κοσμητῶν

원장들의

여격 κοσμητῇ

원장에게

κοσμηταῖν

원장들에게

κοσμηταῖς

원장들에게

대격 κοσμητήν

원장을

κοσμητᾱ́

원장들을

κοσμητᾱ́ς

원장들을

호격 κοσμητά

원장아

κοσμητᾱ́

원장들아

κοσμηταί

원장들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπὰν δὲ δοκιμασθῶσιν οἱ ἔφηβοι, συλλεγέντεσ οἱ πατέρεσ αὐτῶν κατὰ φυλάσ, ὀμόσαντεσ αἱροῦνται τρεῖσ ἐκ τῶν φυλετῶν τῶν ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη γεγονότων, οὓσ ἂν ἡγῶνται βελτίστουσ εἶναι καὶ ἐπιτηδειοτάτουσ ἐπιμελεῖσθαι τῶν ἐφήβων, ἐκ δὲ τούτων ὁ δῆμοσ ἕνα τῆσ φυλῆσ ἑκάστησ χειροτονεῖ σωφρονιστήν, καὶ κοσμητὴν ἐκ τῶν ἄλλων Ἀθηναίων ἐπὶ πάντασ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 42 2:2)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 42 2:2)

  • καὶ ἐὰν φυτεύων μὴ ἀπολείπῃ τὸ μέτρον τῶν τοῦ γείτονοσ χωρίων, καθάπερ εἴρηται καὶ πολλοῖσ νομοθέταισ ἱκανῶσ, ὧν τοῖσ νόμοισ χρὴ προσχρῆσθαι καὶ μὴ πάντα ἀξιοῦν, πολλὰ καὶ σμικρὰ καὶ τοῦ ἐπιτυχόντοσ νομοθέτου γιγνόμενα, τὸν μείζω πόλεωσ κοσμητὴν νομοθετεῖν· (Plato, Laws, book 8 99:2)

    (플라톤, Laws, book 8 99:2)

유의어

  1. an adorner

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION