Ancient Greek-English Dictionary Language

κοινωνός

Second declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κοινωνός

Etym.: koino/s

Sense

  1. a companion, partner, in, accomplice in
  2. a partner, fellow

Examples

  • ὃσ ἀποβάλλεται πατέρα ἢ μητέρα, καὶ δοκεῖ μὴ ἁμαρτάνειν, οὗτοσ κοινωνόσ ἐστιν ἀνδρὸσ ἀσεβοῦσ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 28:25)
  • καὶ ἔστι φίλοσ κοινωνὸσ τραπεζῶν καὶ οὐ μὴ παραμείνῃ ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώσ σου. (Septuagint, Liber Sirach 6:10)
  • καὶ εἴπατε. ἕνεκεν τίνοσ̣ ὅτι Κύριοσ διεμαρτύρατο ἀναμέσον σοῦ καὶ ἀναμέσον γυναικὸσ νεότητόσ σου, ἣν ἐγκατέλιπεσ, καὶ αὕτη κοινωνόσ σου καὶ γυνὴ διαθήκησ σου. (Septuagint, Prophetia Malachiae 2:14)
  • εἰ ταὐτὰ πράσσων δεσπότησ τῆσ συμφορᾶσ κοινωνόσ ἐστιν, ἢ μόνη σὺ δυστυχεῖσ. (Euripides, Ion, episode, iambic1)
  • "ἠμυνάμην γὰρ ὑπὲρ σοῦ τὸν κάκιστον ἀνθρώπων, σοὶ μὲν βίου τούτῳ δὲ θανάτου κοινωνὸσ ἡδέωσ γενομένη. (Plutarch, Amatorius, section 22 1:12)

Synonyms

  1. a companion

  2. a partner

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION