Ancient Greek-English Dictionary Language

κοινώνημα

Third declension Noun; Neuter Transliteration:

Principal Part: κοινώνημα κοινώνηματος

Structure: κοινωνηματ (Stem)

Etym.: from koinwne/w

Sense

  1. acts of communion, communications, dealings between man and man

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἀλλὰ γυναιξὶ γε γαμέταισ ἀρχαὶ ταῦτα φιλίασ, ὥσπερ ἱερῶν μεγάλων κοινωνήματα. (Plutarch, Amatorius, section 237)
  • ἀλλόφυλοι δὲ ἄνδρεσ, ἐναύσματα μικρὰ καὶ γλίσχρα κοινωνήματα παλαιοῦ γένουσ ἔχειν δοκοῦντεσ, ἀφ’ ὧν καὶ λόγῳ τι καὶ γνώμῃ τῶν χρησίμων ὑπάρξαι τῇ Ἑλλάδι θαυμαστὸν ἦν, οὗτοι τοῖσ μεγίστοισ κινδύνοισ καὶ πόνοισ ἐξελόμενοι τὴν Ἑλλάδα δεσποτῶν χαλεπῶν καὶ τυράννων ἐλευθεροῦσι. (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 11 4:1)
  • "συναναιρεῖται γὰρ αὐτῇ πῦρ ἑστιοῦχον ἑστία κρατῆρεσ ὑποδοχαὶ ξενισμοί, φιλανθρωπότατα καὶ πρῶτα κοινωνήματα πρὸσ ἀλλήλουσ, μᾶλλον δὲ σύμπασ ὁ βίοσ, εἴ γε διαγωγὴ τίσ ἐστιν ἀνθρώπου πράξεων ἔχουσα διέξοδον, ὧν ἡ τῆσ τροφῆσ χρεία καὶ παρασκευὴ τὰσ πλείστασ παρακαλεῖ. (Plutarch, Septem sapientium convivium, chapter, section 15 1:2)
  • συμβόλαια δὲ λέγεισ κοινωνήματα ἤ τι ἄλλο; (Plato, Republic, book 1 117:1)
  • κοινωνήματα δῆτα. (Plato, Republic, book 1 118:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION