Ancient Greek-English Dictionary Language

κοινώνημα

Third declension Noun; Neuter Transliteration:

Principal Part: κοινώνημα κοινώνηματος

Structure: κοινωνηματ (Stem)

Etym.: from koinwne/w

Sense

  1. acts of communion, communications, dealings between man and man

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπ’ ἀμφότερα καὶ συνάγων, οὔτε θερμὸσ ὢν αὐτὸσ οὔτε ψυχρὸσ ἀλλὰ ψυχροῦ καὶ θερμοῦ μετακέρασμα καὶ κοινώνημα; (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 15 7:1)
  • πλὴν τὸ τοῖσ οἰκέταισ ὡσ ὑποζυγίοισ ἀποχρησάμενον ἐπὶ γήρωσ ἐλαύνειν καὶ πιπράσκειν ἀτενοῦσ ἄγαν ἤθουσ ἔγωγε τίθεμαι, καὶ μηδὲν ἀνθρώπῳ πρὸσ ἄνθρωπον οἰομένου κοινώνημα τῆσ χρείασ πλέον ὑπάρχειν. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 5 1:2)
  • ἤ, μὴ νενομισμένου συγγενίδασ γαμεῖν, ἄχρι φιλήματοσ ἡ φιλοφροσύνη προῆλθεν καὶ τοῦτο μόνον ἀπελείφθη σύμβολον καὶ κοινώνημα τῆσ συγγενείασ; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 6 2:2)
  • ἤ, μὴ νενομισμένου συγγενίδασ γαμεῖν, ἄχρι φιλήματοσ ἡ φιλοφροσύνη προῆλθεν καὶ τοῦτο μόνον ἀπελείφθη σύμβολον καὶ κοινώνημα τῆσ· (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 6 5:1)
  • τὸ γὰρ κοινώνημα τῶν γάμων αὐτῇ γεγονέναι πρὸσ τὸν ἐμβατεύοντα τῷ χωρίῳ δαίμονα, τέξεσθαι δ’ αὐτὴν ἐκ τοῦ βιασμοῦ δύο παῖδασ ἀνθρώπων μακρῷ κρατίστουσ ἀρετὴν καὶ τὰ πολέμια. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 1, chapter 77 3:2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION