- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κοῖλος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: koilos 고전 발음: [] 신약 발음: [뀔로]

기본형: κοῖλος κοίλη κοῖλον

형태분석: κοιλ (어간) + ος (어미)

  1. 빈, 빤, 공허한, 속이 빈
  2. 넓은, 널찍한
  3. 빈, 고픈
  1. hollow, mostly as an epithet of ships, (κοίλη ναῦς) the hollow or hold of a ship
  2. roomy
  3. empty

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 κοῖλος

빈 (이)가

κοίλη

빈 (이)가

κοῖλον

빈 (것)가

속격 κοίλου

빈 (이)의

κοίλης

빈 (이)의

κοίλου

빈 (것)의

여격 κοίλῳ

빈 (이)에게

κοίλῃ

빈 (이)에게

κοίλῳ

빈 (것)에게

대격 κοῖλον

빈 (이)를

κοίλην

빈 (이)를

κοῖλον

빈 (것)를

호격 κοῖλε

빈 (이)야

κοίλη

빈 (이)야

κοῖλον

빈 (것)야

쌍수주/대/호 κοίλω

빈 (이)들이

κοίλα

빈 (이)들이

κοίλω

빈 (것)들이

속/여 κοίλοιν

빈 (이)들의

κοίλαιν

빈 (이)들의

κοίλοιν

빈 (것)들의

복수주격 κοῖλοι

빈 (이)들이

κοῖλαι

빈 (이)들이

κοῖλα

빈 (것)들이

속격 κοίλων

빈 (이)들의

κοιλῶν

빈 (이)들의

κοίλων

빈 (것)들의

여격 κοίλοις

빈 (이)들에게

κοίλαις

빈 (이)들에게

κοίλοις

빈 (것)들에게

대격 κοίλους

빈 (이)들을

κοίλας

빈 (이)들을

κοῖλα

빈 (것)들을

호격 κοῖλοι

빈 (이)들아

κοῖλαι

빈 (이)들아

κοῖλα

빈 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Τῆς Λιβύης τὰ νότια ψάμμος ἐστὶ βαθεῖα καὶ γῆ διακεκαυμένη, ἔρημος ἐπὶ πολύ, ἀκριβῶς ἄκαρπος, πεδινὴ ἅπασα, οὐ χλόην οὐ πόαν οὐ φυτὸν οὐχ ὕδωρ ἔχουσα, ἢ εἴ που ἄρα ἐν κοίλοις συνεστηκὸς ὑετοῦ ὀλίγου λείψανον, παχὺ καὶ τοῦτο καὶ δυσῶδες, οὐδὲ πάνυ διψῶντι ἀνθρώπῳ πότιμον. (Lucian, Dipsades 1:1)

    (루키아노스, Dipsades 1:1)

  • χειμάζω δ ἐν κοίλοις ἄντροις νύμφαοις οὐρείαις ξυμπαίζων: (Aristophanes, Birds, Parabasis, antistrophe 14)

    (아리스토파네스, Birds, Parabasis, antistrophe 14)

  • ἦ γὰρ καὶ λεπταὶ πτερίδες καὶ παιδὸς ἔρωτες λεύκῃ ἰσαιόμενοι, ἐν καὶ κρόκος εἰάρι μύων,16 κύπρος τ ὀσμηρὸν τε σισύμβριον ὅσσα τε κοίλοις ἄσπορα ναιομένοισι τόποις ἀνεθρέψατο λειμὼν κάλλεα, βουφθαλμόν τε καὶ εὐῶδες Διὸς ἄνθος, χάλκας, σὺν δ ὑάκινθον ἰωνιάδας τε χαμηλὰς ὀρφνοτέρας, ἃς στύξε μετ ἄνθεσι Φερσεφόνεια. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 31 6:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 31 6:1)

  • πάντ ἔστιν ἡμῖν ἥ τε γὰρ συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία μιχθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ, αἴρεθ, ἕψεται, παφλάζεται. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 68 1:8)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 68 1:8)

  • ἥ τε γὰρ συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Βοιωτία τμηθεῖσα κοίλοις ἐν βυθοῖσι κακκάβης χλιαίνετ, αἴρεθ, ἕψεται, παφλάζεται, προσκάεθ, ὥστε μηδ ἂν εἰ χαλκοῦς ἔχων μυκτῆρας εἰσέλθοι τις, ἐξελθεῖν πάλιν εἰκῇ: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 17 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 17 2:3)

유의어

  1. 넓은

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION