헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλέμμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κλέμμα κλέμματος

형태분석: κλεμματ (어간)

어원: kle/ptw

  1. 도둑질, 절도
  2. 협잡질, 거짓, 위조
  1. a theft
  2. a stratagem in war, a fraud

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κλέμμα

도둑질이

κλέμματε

도둑질들이

κλέμματα

도둑질들이

속격 κλέμματος

도둑질의

κλεμμάτοιν

도둑질들의

κλεμμάτων

도둑질들의

여격 κλέμματι

도둑질에게

κλεμμάτοιν

도둑질들에게

κλέμμασιν*

도둑질들에게

대격 κλέμμα

도둑질을

κλέμματε

도둑질들을

κλέμματα

도둑질들을

호격 κλέμμα

도둑질아

κλέμματε

도둑질들아

κλέμματα

도둑질들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐὰν δὲ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιοσ ἐπ̓ αὐτῷ, ἔνοχόσ ἐστιν, ἀνταποθανεῖται. ἐὰν δὲ μὴ ὑπάρχῃ αὐτῷ, πραθήτω ἀντὶ τοῦ κλέμματοσ. (Septuagint, Liber Exodus 22:3)

    (70인역 성경, 탈출기 22:3)

  • ἀπαγαγὼν δ’ ὑμᾶσ ἄπωθεν ἀπὸ τοῦ κλέμματοσ καὶ ἀνακρεμάσασ ἀπὸ τῶν ἐλπίδων, ἐνταῦθ’ ἤδη συστρέψασ γράφει, ἑλέσθαι πρέσβεισ εἰσ Ἐρέτριαν, οἵτινεσ δεήσονται τῶν Ἐρετριέων, πάνυ γὰρ ἔδει δεηθῆναι, μηκέτι διδόναι τὴν σύνταξιν ὑμῖν, τὰ πέντε τάλαντα, ἀλλὰ Καλλίᾳ, καὶ πάλιν ἑτέρουσ εἰσ Ὠρεόν, οἵτινεσ δεήσονται τὸν αὐτὸν Ἀθηναίοισ καὶ φίλον καὶ ἐχθρὸν νομίζειν. (Aeschines, Speeches, , section 100 1:2)

    (아이스키네스, 연설, , section 100 1:2)

  • τοῦ κλέμματοσ ἅψαι, ὃ ὑφείλετο ὁ μιαρὸσ καὶ ἀνόσιοσ ἄνθρωποσ, ὅν φησι Κτησιφῶν ἐν τῷδε τῷ ψηφίσματι διατελεῖν λέγοντα καὶ πράττοντα τὰ ἄριστα τῷ δήμῳ τῷ Ἀθηναίων. (Aeschines, Speeches, , section 1013)

    (아이스키네스, 연설, , section 1013)

  • δίκησ οὖν οὐδέτερον οὐδετέρου ἐλάττονοσ ἕνεκα μεγέθουσ τοῦ κλέμματοσ ὁ νόμοσ ἀξιοῖ ζημιοῦν, ἀλλὰ τῷ τὸν μὲν ἴσωσ ἂν ἰάσιμον ἔτ’ εἶναι, τὸν δ’ ἀνίατον. (Plato, Laws, book 12 6:1)

    (플라톤, Laws, book 12 6:1)

유의어

  1. 도둑질

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION