Ancient Greek-English Dictionary Language

καταρόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: καταρόω καταρόσω

Structure: κατ (Prefix) + ἀρό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to plough up

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατάρω κατάροις κατάροι
Dual κατάρουτον κατάρουτον
Plural κατάρουμεν κατάρουτε κατάρουσιν*
SubjunctiveSingular κατάρω κατάροις κατάροι
Dual κατάρωτον κατάρωτον
Plural κατάρωμεν κατάρωτε κατάρωσιν*
OptativeSingular κατάροιμι κατάροις κατάροι
Dual κατάροιτον καταροίτην
Plural κατάροιμεν κατάροιτε κατάροιεν
ImperativeSingular κατᾶρου καταροῦτω
Dual κατάρουτον καταροῦτων
Plural κατάρουτε καταροῦντων, καταροῦτωσαν
Infinitive κατάρουν
Participle MasculineFeminineNeuter
καταρων καταρουντος καταρουσα καταρουσης καταρουν καταρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατάρουμαι κατάροι κατάρουται
Dual κατάρουσθον κατάρουσθον
Plural καταροῦμεθα κατάρουσθε κατάρουνται
SubjunctiveSingular κατάρωμαι κατάροι κατάρωται
Dual κατάρωσθον κατάρωσθον
Plural καταρώμεθα κατάρωσθε κατάρωνται
OptativeSingular καταροίμην κατάροιο κατάροιτο
Dual κατάροισθον καταροίσθην
Plural καταροίμεθα κατάροισθε κατάροιντο
ImperativeSingular κατάρου καταροῦσθω
Dual κατάρουσθον καταροῦσθων
Plural κατάρουσθε καταροῦσθων, καταροῦσθωσαν
Infinitive κατάρουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταρουμενος καταρουμενου καταρουμενη καταρουμενης καταρουμενον καταρουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to plough up

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION