헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταρόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταρόω καταρόσω

형태분석: κατ (접두사) + ἀρό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to plough up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάρω

κατάροις

κατάροι

쌍수 κατάρουτον

κατάρουτον

복수 κατάρουμεν

κατάρουτε

κατάρουσιν*

접속법단수 κατάρω

κατάροις

κατάροι

쌍수 κατάρωτον

κατάρωτον

복수 κατάρωμεν

κατάρωτε

κατάρωσιν*

기원법단수 κατάροιμι

κατάροις

κατάροι

쌍수 κατάροιτον

καταροίτην

복수 κατάροιμεν

κατάροιτε

κατάροιεν

명령법단수 κατᾶρου

καταροῦτω

쌍수 κατάρουτον

καταροῦτων

복수 κατάρουτε

καταροῦντων, καταροῦτωσαν

부정사 κατάρουν

분사 남성여성중성
καταρων

καταρουντος

καταρουσα

καταρουσης

καταρουν

καταρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατάρουμαι

κατάροι

κατάρουται

쌍수 κατάρουσθον

κατάρουσθον

복수 καταροῦμεθα

κατάρουσθε

κατάρουνται

접속법단수 κατάρωμαι

κατάροι

κατάρωται

쌍수 κατάρωσθον

κατάρωσθον

복수 καταρώμεθα

κατάρωσθε

κατάρωνται

기원법단수 καταροίμην

κατάροιο

κατάροιτο

쌍수 κατάροισθον

καταροίσθην

복수 καταροίμεθα

κατάροισθε

κατάροιντο

명령법단수 κατάρου

καταροῦσθω

쌍수 κατάρουσθον

καταροῦσθων

복수 κατάρουσθε

καταροῦσθων, καταροῦσθωσαν

부정사 κατάρουσθαι

분사 남성여성중성
καταρουμενος

καταρουμενου

καταρουμενη

καταρουμενης

καταρουμενον

καταρουμενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐρήμην δ’ αὐτοῦ καταγνόντεσ καὶ τὰ χρήματα δημεύσαντεσ ἔτι καταρᾶσθαι προσεψηφίσαντο πάντασ ἱερεῖσ καὶ ἱερείασ, ὧν μόνην φασὶ Θεανὼ τὴν Μένωνοσ Ἀγραυλῆθεν ἀντειπεῖν πρὸσ τὸ ψήφισμα, φάσκουσαν εὐχῶν, οὐ καταρῶν ἱέρειαν γεγονέναι. (Plutarch, , chapter 22 4:1)

    (플루타르코스, , chapter 22 4:1)

  • διὸ καὶ νῦν, ἐπειδὰν θύωσιν Ἡρακλεῖ, μετὰ καταρῶν τοῦτο πράττουσι. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 5 11:26)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 2, chapter 5 11:26)

  • τοῦ δέ οἱ βίου τὴν τελευτὴν συμβῆναι λέγουσιν ἐκ καταρῶν. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 22 2:3)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 22 2:3)

  • ἐσ δὲ τοῦ Μελεάγρου τὴν τελευτὴν Ὁμήρῳ μέν ἐστιν εἰρημένα ὡσ Ἐρινὺσ καταρῶν ἀκούσαι τῶν Ἀλθαίασ καὶ ἀποθάνοι κατὰ ταύτην ὁ Μελέαγροσ τὴν αἰτίαν, αἱ δὲ Ηοἶαί τε καλούμεναι καὶ ἡ Μινυὰσ ὡμολογήκασιν ἀλλήλαισ· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 31 5:3)

    (파우사니아스, Description of Greece, , chapter 31 5:3)

유의어

  1. to plough up

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION