헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταγγέλλω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταγγέλλω καταγγελῶ

형태분석: κατ (접두사) + ἀγγέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 배반하다, 배신하다, 드러내다
  2. 선언하다, 신고하다
  1. to denounce, betray
  2. to declare

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγγέλλω

(나는) 배반한다

καταγγέλλεις

(너는) 배반한다

καταγγέλλει

(그는) 배반한다

쌍수 καταγγέλλετον

(너희 둘은) 배반한다

καταγγέλλετον

(그 둘은) 배반한다

복수 καταγγέλλομεν

(우리는) 배반한다

καταγγέλλετε

(너희는) 배반한다

καταγγέλλουσιν*

(그들은) 배반한다

접속법단수 καταγγέλλω

(나는) 배반하자

καταγγέλλῃς

(너는) 배반하자

καταγγέλλῃ

(그는) 배반하자

쌍수 καταγγέλλητον

(너희 둘은) 배반하자

καταγγέλλητον

(그 둘은) 배반하자

복수 καταγγέλλωμεν

(우리는) 배반하자

καταγγέλλητε

(너희는) 배반하자

καταγγέλλωσιν*

(그들은) 배반하자

기원법단수 καταγγέλλοιμι

(나는) 배반하기를 (바라다)

καταγγέλλοις

(너는) 배반하기를 (바라다)

καταγγέλλοι

(그는) 배반하기를 (바라다)

쌍수 καταγγέλλοιτον

(너희 둘은) 배반하기를 (바라다)

καταγγελλοίτην

(그 둘은) 배반하기를 (바라다)

복수 καταγγέλλοιμεν

(우리는) 배반하기를 (바라다)

καταγγέλλοιτε

(너희는) 배반하기를 (바라다)

καταγγέλλοιεν

(그들은) 배반하기를 (바라다)

명령법단수 κατάγγελλε

(너는) 배반해라

καταγγελλέτω

(그는) 배반해라

쌍수 καταγγέλλετον

(너희 둘은) 배반해라

καταγγελλέτων

(그 둘은) 배반해라

복수 καταγγέλλετε

(너희는) 배반해라

καταγγελλόντων, καταγγελλέτωσαν

(그들은) 배반해라

부정사 καταγγέλλειν

배반하는 것

분사 남성여성중성
καταγγελλων

καταγγελλοντος

καταγγελλουσα

καταγγελλουσης

καταγγελλον

καταγγελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγγέλλομαι

(나는) 배반된다

καταγγέλλει, καταγγέλλῃ

(너는) 배반된다

καταγγέλλεται

(그는) 배반된다

쌍수 καταγγέλλεσθον

(너희 둘은) 배반된다

καταγγέλλεσθον

(그 둘은) 배반된다

복수 καταγγελλόμεθα

(우리는) 배반된다

καταγγέλλεσθε

(너희는) 배반된다

καταγγέλλονται

(그들은) 배반된다

접속법단수 καταγγέλλωμαι

(나는) 배반되자

καταγγέλλῃ

(너는) 배반되자

καταγγέλληται

(그는) 배반되자

쌍수 καταγγέλλησθον

(너희 둘은) 배반되자

καταγγέλλησθον

(그 둘은) 배반되자

복수 καταγγελλώμεθα

(우리는) 배반되자

καταγγέλλησθε

(너희는) 배반되자

καταγγέλλωνται

(그들은) 배반되자

기원법단수 καταγγελλοίμην

(나는) 배반되기를 (바라다)

καταγγέλλοιο

(너는) 배반되기를 (바라다)

καταγγέλλοιτο

(그는) 배반되기를 (바라다)

쌍수 καταγγέλλοισθον

(너희 둘은) 배반되기를 (바라다)

καταγγελλοίσθην

(그 둘은) 배반되기를 (바라다)

복수 καταγγελλοίμεθα

(우리는) 배반되기를 (바라다)

καταγγέλλοισθε

(너희는) 배반되기를 (바라다)

καταγγέλλοιντο

(그들은) 배반되기를 (바라다)

명령법단수 καταγγέλλου

(너는) 배반되어라

καταγγελλέσθω

(그는) 배반되어라

쌍수 καταγγέλλεσθον

(너희 둘은) 배반되어라

καταγγελλέσθων

(그 둘은) 배반되어라

복수 καταγγέλλεσθε

(너희는) 배반되어라

καταγγελλέσθων, καταγγελλέσθωσαν

(그들은) 배반되어라

부정사 καταγγέλλεσθαι

배반되는 것

분사 남성여성중성
καταγγελλομενος

καταγγελλομενου

καταγγελλομενη

καταγγελλομενης

καταγγελλομενον

καταγγελλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγγελῶ

(나는) 배반하겠다

καταγγελεῖς

(너는) 배반하겠다

καταγγελεῖ

(그는) 배반하겠다

쌍수 καταγγελεῖτον

(너희 둘은) 배반하겠다

καταγγελεῖτον

(그 둘은) 배반하겠다

복수 καταγγελοῦμεν

(우리는) 배반하겠다

καταγγελεῖτε

(너희는) 배반하겠다

καταγγελοῦσιν*

(그들은) 배반하겠다

기원법단수 καταγγελοῖμι

(나는) 배반하겠기를 (바라다)

καταγγελοῖς

(너는) 배반하겠기를 (바라다)

καταγγελοῖ

(그는) 배반하겠기를 (바라다)

쌍수 καταγγελοῖτον

(너희 둘은) 배반하겠기를 (바라다)

καταγγελοίτην

(그 둘은) 배반하겠기를 (바라다)

복수 καταγγελοῖμεν

(우리는) 배반하겠기를 (바라다)

καταγγελοῖτε

(너희는) 배반하겠기를 (바라다)

καταγγελοῖεν

(그들은) 배반하겠기를 (바라다)

부정사 καταγγελεῖν

배반할 것

분사 남성여성중성
καταγγελων

καταγγελουντος

καταγγελουσα

καταγγελουσης

καταγγελουν

καταγγελουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγγελοῦμαι

(나는) 배반되겠다

καταγγελεῖ, καταγγελῇ

(너는) 배반되겠다

καταγγελεῖται

(그는) 배반되겠다

쌍수 καταγγελεῖσθον

(너희 둘은) 배반되겠다

καταγγελεῖσθον

(그 둘은) 배반되겠다

복수 καταγγελούμεθα

(우리는) 배반되겠다

καταγγελεῖσθε

(너희는) 배반되겠다

καταγγελοῦνται

(그들은) 배반되겠다

기원법단수 καταγγελοίμην

(나는) 배반되겠기를 (바라다)

καταγγελοῖο

(너는) 배반되겠기를 (바라다)

καταγγελοῖτο

(그는) 배반되겠기를 (바라다)

쌍수 καταγγελοῖσθον

(너희 둘은) 배반되겠기를 (바라다)

καταγγελοίσθην

(그 둘은) 배반되겠기를 (바라다)

복수 καταγγελοίμεθα

(우리는) 배반되겠기를 (바라다)

καταγγελοῖσθε

(너희는) 배반되겠기를 (바라다)

καταγγελοῖντο

(그들은) 배반되겠기를 (바라다)

부정사 καταγγελεῖσθαι

배반될 것

분사 남성여성중성
καταγγελουμενος

καταγγελουμενου

καταγγελουμενη

καταγγελουμενης

καταγγελουμενον

καταγγελουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῆγγελλον

(나는) 배반하고 있었다

κατῆγγελλες

(너는) 배반하고 있었다

κατῆγγελλεν*

(그는) 배반하고 있었다

쌍수 κατήγγελλετον

(너희 둘은) 배반하고 있었다

κατηγγε͂λλετην

(그 둘은) 배반하고 있었다

복수 κατήγγελλομεν

(우리는) 배반하고 있었다

κατήγγελλετε

(너희는) 배반하고 있었다

κατῆγγελλον

(그들은) 배반하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηγγε͂λλομην

(나는) 배반되고 있었다

κατήγγελλου

(너는) 배반되고 있었다

κατήγγελλετο

(그는) 배반되고 있었다

쌍수 κατήγγελλεσθον

(너희 둘은) 배반되고 있었다

κατηγγε͂λλεσθην

(그 둘은) 배반되고 있었다

복수 κατηγγε͂λλομεθα

(우리는) 배반되고 있었다

κατήγγελλεσθε

(너희는) 배반되고 있었다

κατήγγελλοντο

(그들은) 배반되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • συγκατερχομένων θύσασ δὲ τοῖσ θεοῖσ καὶ καθάρασ τὴν πόλιν ἐξηγουμένων τῶν περὶ ταῦτα δεινῶν, τὰ μὲν ὄντα τῶν ἱερῶν κατέστησεν, αὐτὸσ δὲ ἱδρύσατο νεὼν Φήμησ καὶ Κληδόνοσ, ἀνευρὼν ἐκεῖνον τὸν τόπον, ἐν ᾧ νύκτωρ ἡ καταγγέλλουσα τὴν τῶν βαρβάρων στρατιὰν ἐκ θεοῦ τῷ Καιδικίῳ Μάρκῳ φωνὴ προσέπεσε. (Plutarch, Camillus, chapter 30 3:1)

    (플루타르코스, Camillus, chapter 30 3:1)

  • ἁ πύματον καμπτῆρα καταγγέλλουσα κορωνίσ, ἑρκοῦροσ γραπταῖσ πιστοτάτα σελίσιν, φαμὶ τὸν ἐκ πάντων ἠθροισμένον εἰσ ἕνα μόχθον ὑμνοθετᾶν βύβλῳ τᾷδ’ ἐνελιξάμενον ἐκτελέσαι Μελέαγρον, ἀείμνηστον δὲ Διοκλεῖ ἄνθεσι συμπλέξαι μουσοπόλον στέφανον. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 2571)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 2571)

유의어

  1. 배반하다

  2. 선언하다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION