- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κάρπιμος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: karpimos 고전 발음: [삐모] 신약 발음: [삐모]

기본형: κάρπιμος κάρπιμος κάρπιμον

형태분석: καρπιμ (어간) + ος (어미)

  1. 비옥한, 다작인, 기름진
  1. fruit-bearing, fruitful

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 κάρπιμος

비옥한 (이)가

κάρπιμον

비옥한 (것)가

속격 καρπίμου

비옥한 (이)의

καρπίμου

비옥한 (것)의

여격 καρπίμῳ

비옥한 (이)에게

καρπίμῳ

비옥한 (것)에게

대격 κάρπιμον

비옥한 (이)를

κάρπιμον

비옥한 (것)를

호격 κάρπιμε

비옥한 (이)야

κάρπιμον

비옥한 (것)야

쌍수주/대/호 καρπίμω

비옥한 (이)들이

καρπίμω

비옥한 (것)들이

속/여 καρπίμοιν

비옥한 (이)들의

καρπίμοιν

비옥한 (것)들의

복수주격 κάρπιμοι

비옥한 (이)들이

κάρπιμα

비옥한 (것)들이

속격 καρπίμων

비옥한 (이)들의

καρπίμων

비옥한 (것)들의

여격 καρπίμοις

비옥한 (이)들에게

καρπίμοις

비옥한 (것)들에게

대격 καρπίμους

비옥한 (이)들을

κάρπιμα

비옥한 (것)들을

호격 κάρπιμοι

비옥한 (이)들아

κάρπιμα

비옥한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπεν ὁ Θεός. βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως. (Septuagint, Liber Genesis 1:11)

    (70인역 성경, 창세기 1:11)

  • καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. (Septuagint, Liber Genesis 1:12)

    (70인역 성경, 창세기 1:12)

  • καὶ τὸ παράδειγμα ἡμῖν παρὰ τῶν γεωργῶν, οἳ τὰ φυτὰ μέχρι μὲν πρόσγεια καὶ νήπιά ἐστι, σκέπουσιν καὶ περιφράττουσιν ὡς μὴ βλάπτοιντο ὑπὸ τῶν πνευμάτων, ἐπειδὰν δὲ ἤδη παχύνηται τὸ ἔρνος, τηνικαῦτα περιτέμνουσίν τε τὰ περιττὰ καὶ παραδιδόντες αὐτὰ τοῖς ἀνέμοις δονεῖν καὶ διασαλεύειν καρπιμώτερα ἐξεργάζονται. (Lucian, Anacharsis, (no name) 20:10)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 20:10)

  • διῃρῆσθαι δὲ δεῖ τούτων ἕκαστον, καὶ πλείω τὰ κάρπιμα εἶναι τῶν ἀκάρπων, καὶ τὰς ἐργασίας οὕτω νενεμῆσθαι, ὅπως μὴ ἅμα κινδυνεύσωσιν ἅπασιν. (Aristotle, Economics, Book 1 34:1)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 1 34:1)

  • Βυζάντιοι δὲ δεηθέντες χρημάτων τὰ τεμένη τὰ δημόσια ἀπέδοντο, τὰ μὲν κάρπιμα χρόνον τινά, τὰ δὲ ἄκαρπα ἀεννάως: (Aristotle, Economics, Book 2 22:1)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 22:1)

  • τυγχάνω δ ὑπὲρ χθονὸς ἀρότου προθύους, ἐκ δόμων ἐλθοῦς ἐμῶν πρὸς τόνδε σηκόν, ἔνθα πρῶτα φαίνεται φρίξας ὑπὲρ γῆς τῆσδε κάρπιμος στάχυς. (Euripides, Suppliants, episode 1:7)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 1:7)

유의어

  1. 비옥한

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION