- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καλλίκαρπος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: kallikarpos 고전 발음: [깔리까] 신약 발음: [깔리까]

기본형: καλλίκαρπος καλλίκαρπον

형태분석: καλλικαρπ (어간) + ος (어미)

  1. with beautiful fruit

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 καλλίκαρπος

(이)가

καλλίκαρπον

(것)가

속격 καλλικάρπου

(이)의

καλλικάρπου

(것)의

여격 καλλικάρπῳ

(이)에게

καλλικάρπῳ

(것)에게

대격 καλλίκαρπον

(이)를

καλλίκαρπον

(것)를

호격 καλλίκαρπε

(이)야

καλλίκαρπον

(것)야

쌍수주/대/호 καλλικάρπω

(이)들이

καλλικάρπω

(것)들이

속/여 καλλικάρποιν

(이)들의

καλλικάρποιν

(것)들의

복수주격 καλλίκαρποι

(이)들이

καλλίκαρπα

(것)들이

속격 καλλικάρπων

(이)들의

καλλικάρπων

(것)들의

여격 καλλικάρποις

(이)들에게

καλλικάρποις

(것)들에게

대격 καλλικάρπους

(이)들을

καλλίκαρπα

(것)들을

호격 καλλίκαρποι

(이)들아

καλλίκαρπα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • βρύετε βρύετε χλοήρει μίλακι καλλικάρπῳ καὶ καταβακχιοῦσθε δρυὸς ἢ ἐλάτας κλάδοισι, στικτῶν τ ἐνδυτὰ νεβρίδων στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῖς: (Euripides, choral, strophe 22)

    (에우리피데스, choral, strophe 22)

  • σοὶ μὲν γὰρ Ἄργος ἔνεμ ὁ κατθανὼν πατήρ, Εὐρυσθέως δ ἔμελλες οἰκήσειν δόμους τῆς καλλικάρπου κράτος ἔχων Πελασγίας, στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος, ᾗπερ αὐτὸς ἐξωπλίζετο: (Euripides, Heracles, episode, anapests 1:12)

    (에우리피데스, Heracles, episode, anapests 1:12)

  • "λείπεται δὲ τῆς ἐξαλλαγῆς ἐν ἀνθρώπῳ καὶ παρατροπῆς οὐκ ἀμαυρὸν οὐδ ἡσυχαῖον, ὦ Δαφναῖε, μόριον, ὑπὲρ οὗ βούλομαι τουτονὶ Πεμπτίδην ἐρέσθαι τίς καλλίκαρπον θύρσον ἀνασείει θεῶν, τὸν φιλητικὸν τοῦτον περὶ παῖδας ἀγαθοὺς καὶ σώφρονας· (Plutarch, Amatorius, section 16 2:9)

    (플루타르코스, Amatorius, section 16 2:9)

  • Σώπατρος δ ἐν μὲν Ἱππολύτῳ φησὶν ἀλλ οἱᾶ μήτρα καλλίκαρπος ἐκβολὰς δίεφθα λευκανθεῖσα τυροῦται δέμας, ἐν δὲ Φυσιολόγῳ: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 58 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 58 2:3)

  • ἔστι δὲ ἡ δρῦς τῶν μὲν ἀγρίων καλλικαρπότατον, τῶν δὲ τιθασῶν ἰσχυρότατον. (Plutarch, Lives, chapter 3 3:2)

    (플루타르코스, Lives, chapter 3 3:2)

  • δυσάερος [δὲ] οὖσα καὶ ὁμιχλώδης καὶ ἔπομβρος ἅμα καὶ καυματηρά, καλλίκαρπός ἐστιν ὅμως: (Strabo, Geography, book 16, chapter 4 2:3)

    (스트라본, 지리학, book 16, chapter 4 2:3)

  • καὶ γὰρ ἱπποτρόφος ἐστὶν ἀρίστη καὶ καλλίκαρπος, καὶ πολλοὺς ἄνδρας ἀξιολόγους ἔσχε καὶ δυναμένους ἐλευθερίας ἀξιολόγως προΐστασθαι καὶ πρὸς τοὺς ὑπερκειμένους βαρβάρους ἰσχυρῶς ἀντέχειν. (Strabo, Geography, book 17, chapter 3 41:7)

    (스트라본, 지리학, book 17, chapter 3 41:7)

유의어

  1. with beautiful fruit

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION