Ancient Greek-English Dictionary Language

ἱστορικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἱστορικός ἱστορική ἱστορικόν

Structure: ἱστορικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. exact, precise, scientific
  2. belonging or pertaining to history

Examples

  • διὸ καὶ Θουκυδίδησ ὁ ἱστορικὸσ τοῖσ περὶ Κίμωνα κατὰ γένοσ προσήκων Ὀλόρου τε πατρὸσ ἦν, εἰσ τὸν πρόγονον ἀναφέροντοσ τὴν ὁμωνυμίαν, καὶ τὰ χρυσεῖα περὶ τὴν Θρᾴκην ἐκέκτητο. (Plutarch, , chapter 4 1:2)
  • Γάιοσ δέ τισ Πείσων, ἀνήρ ἱστορικὸσ, ἱστορεῖ τὸν Μάριον ἀπὸ δείπνου περιπατοῦντα μετὰ τῶν φίλων ἐν λόγοισ γενέσθαι περὶ τῶν καθ’ ἑαυτὸν πραγμάτων, ἄνωθεν ἀρξάμενον· (Plutarch, Caius Marius, chapter 45 4:2)
  • πολλοὺσ δὲ καὶ τῶν ἄλλων φίλων οἱ Κλεοπάτρασ κόλακεσ ἐξέβαλον τὰσ παροινίασ καὶ βωμολοχίασ οὐχ ὑπομένοντασ, ὧν καὶ Μάρκοσ ἦν Σιλανὸσ καὶ Δέλλιοσ ὁ ἱστορικόσ. (Plutarch, Antony, chapter 59 3:3)
  • " Γέγονε δὲ καὶ ἄλλοσ Ἀναξίμανδροσ ἱστορικόσ, καὶ αὐτὸσ Μιλήσιοσ τῇ Ιἄδι γεγραφώσ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. a'. ANACIMANDROS 2:5)
  • Γεγόνασι δὲ καὶ ἄλλοι δύο Λαμψακηνοί, ῥήτωρ καὶ ἱστορικόσ, ὃσ ἀδελφῆσ υἱὸσ ἦν τοῦ ῥήτοροσ τοῦ τὰσ Ἀλεξάνδρου πράξεισ γεγραφότοσ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. b'. ANACIMENHS 1:7)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION