- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπειρικός?

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration: empeirikos

Principal Part: ἐμπειρικός ἐμπειρική ἐμπειρικόν

Structure: ἐμπειρικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. experienced

Examples

  • καίτοι τὰ μὲν Ἀσκληπιάδου Μηόδοτος ὁ ἐμπειρικὸς ἀφύκτως ἐξελέγχει, τήν τε πρὸς τὰ φαινόμενα μάχην ὑπομιμνήσκων αὐτὸν καὶ τὴν πρὸς ἄλληλα: (Galen, On the Natural Faculties., , section 1456)
  • τί οὖν οὐκ ἐξ ἀρχῆς ἐμπειρικοὺς ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκαλέσατε· (Galen, On the Natural Faculties., B, section 914)
  • Πόλυβος Διοκλῆς οἱ Ἐμπειρικοὶ καὶ τὸν ὄγδοον μῆνα ἴσασι γόνιμον, ἀτονώτερον δέ πως τῷ πολλάκις διὰ τὴν ἀτονίαν πολλοὺς φθείρεσθαι καθολικώτερον δὲ μηδένα βούλεσθαι τὰ ὀκτάμηνα τρέφειν, γεγενῆσθαι δὲ πολλοὺς ὀκταμηνιαίους ἄνδρας ὁ δ Ἀριστοτέλης καὶ Ἱπποκράτης φασίν, ἐὰν ἐκπληρωθῇ ἡ μήτρα ἐν τοῖς ἑπτὰ μησί, τότε προκύπτειν καὶ γεννᾶσθαι γόνιμα: (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 5, 4:1)
  • ἔνατος ἰατρὸς Ταραντῖνος, ἐμπειρικός: (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, E, Kef. s'. HRAKLEIDHS 9:7)
  • τούτου δὲ Μηνόδοτος ὁ Νικομηδεύς, ἰατρὸς ἐμπειρικός, καὶ Θειωδᾶς Λαοδικεύς: (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ib'. TIMWN 8:3)
  • Ἡροδότου δὲ διήκουσε Σέξτος ὁ ἐμπειρικός, οὗ καὶ τὰ δέκα τῶν Σκεπτικῶν καὶ ἄλλα κάλλιστα: (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ib'. TIMWN 8:5)
  • Σέξτου δὲ διήκουσε Σατορνῖνος ὁ Κυθηνᾶς, ἐμπειρικὸς καὶ αὐτός. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ib'. TIMWN 8:6)

Synonyms

  1. experienced

Related

명사

형용사

동사

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION