Ancient Greek-English Dictionary Language

δαήμων

Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δαήμων

Etym.: Da/w, dah=nai

Sense

  1. knowing, experienced in

Examples

  • Εὐρύλοχοσ Λαομήδησ Μόλεβοσ Φρένιοσ Ἴνδιοσ, Μίνισ Λειώκριτοσ Πρόνομοσ Νίσασ Δαήμων, Ἀρχέστρατοσ Ἱππόμαχοσ Εὐρύαλοσ Περίαλλοσ Εὐηνορίδησ, Κλυτίοσ Ἀγήνωρ Πόλυβοσ Πολύδωροσ Θαδύτιοσ, Στράτιοσ Φρένιοσ Ἴνδιοσ Δαισήνωρ Λαομέδων, Λαόδικοσ Ἅλιοσ Μάγνησ Ὀλοίτροχοσ Βάρθασ, Θεόφρων Νισσαῖοσ Ἀλκάροψ Περικλύμενοσ Ἀντήνωρ, Πέλλασ Κέλτοσ Περίφασ Ὄρμενοσ Πόλυβοσ, Ἀνδρομήδησ. (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 7 29:2)

Synonyms

  1. knowing

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION