Ancient Greek-English Dictionary Language

νησιωτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: νησιωτικός νησιωτική νησιωτικόν

Structure: νησιωτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from nhsiw/ths

Sense

  1. of or from an island, island, insular situation

Examples

  • ὧν δ’ οὕνεκ’ ἦλθον τούσδε βασιλείουσ δόμουσ, τὴν θεσπιῳδὸν Θεονόην χρῄζων ἰδεῖν, σὺ προξένησον, ὡσ τύχω μαντευμάτων ὅπῃ νεὼσ στείλαιμ’ ἂν οὔριον πτερὸν ἐσ γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν Σαλαμῖνα θέμενον τῆσ ἐκεῖ χάριν πάτρασ. (Euripides, Helen, episode 6:40)
  • μὰ Δί’ ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιωτικὸσ καὶ συκοφάντησ ‐ ὦ μακάριε τῆσ τέχνησ. (Aristophanes, Birds, Episode, lyric12)
  • "καὶ κατ’ ἀρχὰσ μὲν ἦν αὐτοῦ τὸ ἄριστον ὀξύβαφα παντοδαπὰσ ἐλάασ ἔχοντα καὶ τυρὸν νησιωτικόν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 60 3:4)
  • οἱο͂ν τὰ νησιωτικὰ ταυτὶ ξενύδρια, ἐν προσφάτοισ ἰχθυδίοισ τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖσ, τοῖσ ἁλμίοισ μὲν οὐ πάνυ ἁλίσκετ’, ἀλλ’ οὕτω παρέργωσ ἅπτεται· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 9 2:13)
  • ὡσ Ἀρητάδησ Κνίδιοσ ἐν δευτέρῳ Νησιωτικῶν. (Plutarch, Parallela minora, section 275)

Synonyms

  1. of or from an island

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION