헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἱστορικός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἱστορικός ἱστορική ἱστορικόν

형태분석: ἱστορικ (어간) + ος (어미)

  1. 정확한, 적확한, 면밀한, 신중한
  1. exact, precise, scientific
  2. belonging or pertaining to history

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἱστορικός

정확한 (이)가

ἱστορική

정확한 (이)가

ἱστορικόν

정확한 (것)가

속격 ἱστορικοῦ

정확한 (이)의

ἱστορικῆς

정확한 (이)의

ἱστορικοῦ

정확한 (것)의

여격 ἱστορικῷ

정확한 (이)에게

ἱστορικῇ

정확한 (이)에게

ἱστορικῷ

정확한 (것)에게

대격 ἱστορικόν

정확한 (이)를

ἱστορικήν

정확한 (이)를

ἱστορικόν

정확한 (것)를

호격 ἱστορικέ

정확한 (이)야

ἱστορική

정확한 (이)야

ἱστορικόν

정확한 (것)야

쌍수주/대/호 ἱστορικώ

정확한 (이)들이

ἱστορικᾱ́

정확한 (이)들이

ἱστορικώ

정확한 (것)들이

속/여 ἱστορικοῖν

정확한 (이)들의

ἱστορικαῖν

정확한 (이)들의

ἱστορικοῖν

정확한 (것)들의

복수주격 ἱστορικοί

정확한 (이)들이

ἱστορικαί

정확한 (이)들이

ἱστορικά

정확한 (것)들이

속격 ἱστορικῶν

정확한 (이)들의

ἱστορικῶν

정확한 (이)들의

ἱστορικῶν

정확한 (것)들의

여격 ἱστορικοῖς

정확한 (이)들에게

ἱστορικαῖς

정확한 (이)들에게

ἱστορικοῖς

정확한 (것)들에게

대격 ἱστορικούς

정확한 (이)들을

ἱστορικᾱ́ς

정확한 (이)들을

ἱστορικά

정확한 (것)들을

호격 ἱστορικοί

정확한 (이)들아

ἱστορικαί

정확한 (이)들아

ἱστορικά

정확한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταῦτα Θουκυδίδῃ μὲν γράφοντι περὶ τοῦ ἀνδρὸσ ἐν ἱστορικῷ σχήματι προσήκοντα ἦν, Περικλεῖ δὲ ἀπολογουμένῳ πρὸσ ἠρεθισμένον ὄχλον οὐκ ἦν ἐπιτήδεια εἰρῆσθαι, καὶ ταῦτα ἐν ἀρχαῖσ τῆσ ἀπολογίασ, πρὶν ἑτέροισ τισὶν ἀπομειλίξασθαι λόγοισ τὰσ ὀργὰσ τῶν εἰκότωσ ἐπὶ ταῖσ συμφοραῖσ ἀχθομένων, τετμημένησ μὲν ὑπὸ Λακεδαιμονίων τῆσ κρατίστησ γῆσ, πολλοῦ δὲ κατὰ τὸν λοιμὸν ἀπολωλότοσ ὄχλου, τὴν δ’ αἰτίαν τῶν κακῶν τούτων τοῦ πολέμου παρεσχηκότοσ, ὃν ὑπ’ ἐκείνου πεισθέντεσ ἀνεδέξαντο. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 443)

    (디오니시오스, , chapter 443)

  • ἀνδρὶ φιληκόῳ καὶ ἱστορικῷ παρ’ ὁντινοῦν τῶν φιλοσόφων, εὑρεῖν μὲν ἦν τὰ δέοντα καὶ νοῆσαι πάντων ἱκανώτατοσ ὁ Ἀλκιβιάδησ, ζητῶν δὲ μὴ μόνον ἃ δεῖ λέγειν, ἀλλὰ καὶ ὡσ δεῖ τοῖσ ὀνόμασι καὶ τοῖσ ῥήμασιν, οὐκ εὐπορῶν δέ, πολλάκισ ἐσφάλλετο καὶ μεταξὺ λέγων ἀπεσιώπα καὶ διέλειπε, λέξεωσ διαφυγούσησ αὐτόν, ἀναλαμβάνων καὶ διασκοπούμενοσ. (Plutarch, , chapter 10 3:1)

    (플루타르코스, , chapter 10 3:1)

  • ἀντεπολιτεύσατο δὲ Θεοπόμπῳ τῷ ἱστορικῷ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , section4)

    (작자 미상, 비가, , section4)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION