Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐθνικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐθνικός ἐθνική ἐθνικόν

Structure: ἐθνικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)/qnos

Sense

  1. foreign, heathen, gentile

Examples

  • ὀρχήσεισ δὲ ἐθνικαὶ αἵδε· (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 401)
  • Καλλίμαχοσ δ’ ἐν ἐθνικαῖσ ὀνομασίαισ γράφει οὕτωσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 137 4:2)
  • εἰσ τὸν αὐτόν ῥύεο σὴν ἐθνικὴν νύμφην παρὰ ὕδασι, Μωσῆ, νυμφίου ἀψευδοῦσ οὕνεκέν ἐσσι τύποσ. (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 611)
  • εἰσ τὴν Ῥεβέκκαν Νυμφίε μουνογενέσ, νύμφη ἐθνική σε φιλοῦσα κάτθορεν ἐξ ὕψουσ σώματοσ οὐ καθαροῦ. (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 691)
  • εἰσ τὴν Σαμαρεῖτιν οὐ τύποσ, ἀλλὰ Θεὸσ καὶ νυμφίοσ ἐνθάδε νύμφην σῴζει, τὴν ἐθνικήν, ὕδατοσ ἐγγὺσ ἰδών. (Unknown, Greek Anthology, book 1, chapter 751)
  • ἐὰν δὲ καὶ τῆσ ἐκκλησίασ παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸσ καὶ ὁ τελώνησ. (, chapter 11 316:2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION