Ancient Greek-English Dictionary Language

ἱστορικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἱστορικός ἱστορική ἱστορικόν

Structure: ἱστορικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. exact, precise, scientific
  2. belonging or pertaining to history

Examples

  • τὰσ δ’ ἐν ἱστορικαῖσ καὶ ποιητικαῖσ ζητήσεσι διατριβὰσ οὐκ ἀηδῶσ ἔνιοι δευτέρασ τραπέζασ ἀνδράσι φιλολόγοισ καὶ φιλομούσοισ· (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 20 15:2)
  • ἐν πάσαισ μὲν ταῖσ ἱστορικαῖσ πραγματείαι καθήκει τοὺσ συγγραφεῖσ περιλαμβάνειν ἐν ταῖσ βίβλοισ ἢ πόλεων ἢ βασιλέων πράξεισ αὐτοτελεῖσ ἀπ’ ἀρχῆσ μέχρι τοῦ τέλουσ· (Diodorus Siculus, Library, book xvi, chapter 1 2:1)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION