- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γόνυ?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: gony 고전 발음: [고뉘] 신약 발음: [고뉘]

기본형: γόνυ γόνατος

형태분석: γονατ (어간)

어원: the ionic forms γούνατος, -ατι in Trag., but never γουνός, γουνί

  1. 무릎
  1. knee

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 γόνυ

무릎이

γόνατε

무릎들이

γόνατα

무릎들이

속격 γόνατος

무릎의

γονάτοιν

무릎들의

γονάτων

무릎들의

여격 γόνατι

무릎에게

γονάτοιν

무릎들에게

γόνασι(ν)

무릎들에게

대격 γόνυ

무릎을

γόνατε

무릎들을

γόνατα

무릎들을

호격 γόνα

무릎아

γόνατε

무릎들아

γόνατα

무릎들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ καθήσεις, τάλαν, μηδ ἀγροίκως ἄνω γόνατος ἀμφέξει, : (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 38 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 38 2:3)

  • καὶ ἀναβεβλημένος ἄνω τοῦ γόνατος καθιζάνειν, ὥστε τὰ γυμνὰ αὐτοῦ φαίνεσθαι. (Theophrastus, Characters, 4:1)

    (테오프라스토스, Characters, 4:1)

  • οὕτω δ Ἀτρέως παῖδας ὁ κρείσσων ἐπ Ἀλεξάνδρῳ πέμπει ξένιος Ζεὺς πολυάνορος ἀμφὶ γυναικὸς πολλὰ παλαίσματα καὶ γυιοβαρῆ γόνατος κονίαισιν ἐρειδομένου διακναιομένης τ ἐν προτελείοις κάμακος θήσων Δαναοῖσι Τρωσί θ ὁμοίως. (Aeschylus, Agamemnon, episode, anapests 1:2)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode, anapests 1:2)

  • λάβρος δ εἰς Βάκχον ὀλισθὼν, ἄχρις ἐπὶ σφαλεροῦ ζωροπότει γόνατος. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 255)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 255)

  • Ἢν δὲ τὸ ὀστέον τὸ τοῦ μηροῦ τὸ πρὸς τοῦ γόνατος ἕλκος ποιησάμενον ἐξολίσθῃ, ἐμβληθὲν μὲν καὶ ἐμμεῖναν, ἔτι βιαιότερον καὶ θᾶσσον τὸν θάνατον ποιήσει τῶν πρόσθεν εἰρημένων‧ μὴ ἐμβληθὲν δὲ, πουλὺ κινδυνωδέστερον, ἢ τὰ πρόσθεν‧ ὅμως δὲ μούνη ἐλπὶς αὕτη σωτηρίης. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 65.4)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 65.4)

유의어

  1. 무릎

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION