- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φθονερός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: phthoneros 고전 발음: [토네로] 신약 발음: [토내로]

기본형: φθονερός φθονερή φθονερόν

형태분석: φθονερ (어간) + ος (어미)

어원: φθόνος

  1. 부러운, 앙심을 품은, 시샘하는, 질투하는, 시기하는 듯한
  1. envious, jealous, grudging, enviously

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 φθονερός

부러운 (이)가

φθονερά

부러운 (이)가

φθονερόν

부러운 (것)가

속격 φθονεροῦ

부러운 (이)의

φθονερᾶς

부러운 (이)의

φθονεροῦ

부러운 (것)의

여격 φθονερῷ

부러운 (이)에게

φθονερᾷ

부러운 (이)에게

φθονερῷ

부러운 (것)에게

대격 φθονερόν

부러운 (이)를

φθονεράν

부러운 (이)를

φθονερόν

부러운 (것)를

호격 φθονερέ

부러운 (이)야

φθονερά

부러운 (이)야

φθονερόν

부러운 (것)야

쌍수주/대/호 φθονερώ

부러운 (이)들이

φθονερά

부러운 (이)들이

φθονερώ

부러운 (것)들이

속/여 φθονεροῖν

부러운 (이)들의

φθονεραῖν

부러운 (이)들의

φθονεροῖν

부러운 (것)들의

복수주격 φθονεροί

부러운 (이)들이

φθονεραί

부러운 (이)들이

φθονερά

부러운 (것)들이

속격 φθονερῶν

부러운 (이)들의

φθονερῶν

부러운 (이)들의

φθονερῶν

부러운 (것)들의

여격 φθονεροῖς

부러운 (이)들에게

φθονεραῖς

부러운 (이)들에게

φθονεροῖς

부러운 (것)들에게

대격 φθονερούς

부러운 (이)들을

φθονεράς

부러운 (이)들을

φθονερά

부러운 (것)들을

호격 φθονεροί

부러운 (이)들아

φθονεραί

부러운 (이)들아

φθονερά

부러운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὀφθαλμὸς πονηρὸς φθονερὸς ἐπ᾿ ἄρτῳ καὶ ἐλλιπὴς ἐπὶ τῆς τραπέζης αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 14:10)

    (70인역 성경, Liber Sirach 14:10)

  • ἀλλὰ σέ, κάκιστε ἀλεκτρυών, ὁ Ζεὺς αὐτὸς ἐπιτρίψειε φθονερὸν οὕτω καὶ ὀξύφωνον ὄντα, ὃς με πλουτοῦντα καὶ ἡδίστῳ ὀνείρῳ συνόντα καὶ θαυμαστὴν εὐδαιμονίαν εὐδαιμονοῦντα διάτορόν τι καὶ γεγωνὸς ἀναβοήσας ἐπήγειρας, ὡς μηδὲ νύκτωρ γοῦν τὴν πολὺ σοῦ μιαρωτέραν πενίαν διαφύγοιμι. (Lucian, Gallus, (no name) 1:1)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 1:1)

  • κακῶς ἀπόλοι, ὡς φθονερὸς εἶ καὶ δυσμενής. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode35)

    (아리스토파네스, Thesmophoriazusae, Episode35)

  • φθονεραὶ γὰρ ἐπικρώζουσι κορῶναι. (Aristotle, Episode 1:30)

    (아리스토텔레스, Episode 1:30)

  • ἔνθεν δὴ στοματουργὸς ἐπῶν βασανίστρια λίσφη γλῶσς ἀνελισσομένη φθονεροὺς κινοῦσα χαλινοὺς ῥήματα δαιομένη καταλεπτολογήσει πλευμόνων πολὺν πόνον. (Aristophanes, Frogs, Choral, strophe 41)

    (아리스토파네스, Frogs, Choral, strophe 41)

  • τίς δ οὕτως ἢ φθονερός ἐστιν ἢ παντάπασιν ἀφιλότιμος, ὃς οὐκ ἂν εὔξαιτο τῶν ἐκείνοις πεπραγμένων μετασχεῖν· (Lycurgus, Speeches, 91:2)

    (리쿠르고스, 연설, 91:2)

  • ἐκ δὲ τούτου πρῶτον μὲν οἱ λοιποὶ Σπαρτιᾶται χαλεπῶς ἔφερον ὑπηρέται Λυσάνδρου μᾶλλον ἢ σύμβουλοι βασιλέως ὄντες ἔπειτα δ αὐτὸς ὁ Ἀγησίλαος, εἰ καὶ μὴ φθονερὸς ἦν μηδὲ ἤχθετο τοῖς τιμωμένοις, ἀλλὰ φιλότιμος ὢν σφόδρα καὶ φιλόνεικος, ἐφοβεῖτο μή, κἂν ἐνέγκωσί τι λαμπρὸν αἱ πράξεις, τοῦτο Λυσάνδρου γένηται διὰ τὴν δόξαν. (Plutarch, Agesilaus, chapter 7 3:1)

    (플루타르코스, Agesilaus, chapter 7 3:1)

  • ὁρῶμεν δὲ καὶ δούλους νεωνήτους περὶ τοῦ πριαμένου πυνθανομένους, οὐκ εἰ δεισιδαίμων οὐδ εἰ φθονερὸς ἀλλ εἰ θυμώδης καὶ ὅλως σὺν ὀργῇ μηδὲ σωφροσύνην ἄνδρας γυναικῶν μηδ ἔρωτα γυναῖκας ἀνδρῶν ὑπομένειν δυναμένας μηδὲ συνήθειαν ἀλλήλων φίλους. (Plutarch, De cohibenda ira, section 13 18:1)

    (플루타르코스, De cohibenda ira, section 13 18:1)

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION