Ancient Greek-English Dictionary Language

φορτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φορτικός φορτική φορτικόν

Structure: φορτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fo/rtos

Sense

  1. of the nature of a burden, burdensome, wearisome
  2. coarse, vulgar, common, low, vulgar, ad captandum vulgus, out of vulgar arrogance, coarsely, vulgarly, like a clown

Examples

  • φορτικώτεροι δὲ Λακεδαιμόνιοι, τὸν περὶ Λυκούργου χρησμὸν ἐν ταῖσ παλαιοτάταισ ἀναγραφαῖσ ἔχοντεσ σοφιστικὸν δ’ ἦν διήγημα τὸ Θεμιστοκλέουσ, ᾧ πείσασ Ἀθηναίουσ τὴν πόλιν ἐκλιπεῖν κατεναυμάχησε τὸν βάρβαρον φορτικοὶ δ’ οἱ τῆσ Ἑλλάδοσ νομοθέται, τὰ μέγιστα καὶ πλεῖστα τῶν ἱερῶν πυθόχρηστα καθιστάντεσ. (Plutarch, Adversus Colotem, section 17 3:1)
  • οἱ μὲν οὖν τῷ γελοίῳ ὑπερβάλλοντεσ βωμολόχοι δοκοῦσιν εἶναι καὶ φορτικοί, γλιχόμενοι πάντωσ τοῦ γελοίου, καὶ μᾶλλον στοχαζόμενοι τοῦ γέλωτα ποιῆσαι ἢ τοῦ λέγειν εὐσχήμονα καὶ μὴ λυπεῖν τὸν σκωπτόμενον· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 4 142:3)
  • περὶ μὲν οὖν τῆσ τύχησ, οὐκ ἀγνοῶν, ὅτι φορτικοὶ πάντεσ εἰσὶν οἱ περὶ αὐτῆσ λέγοντεσ, ἔχων ἔτι πλείω λέγειν παύσομαι. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books VII-IX, book 9, chapter 30 6:1)
  • τούτων, ὁρῶν ὅτι καὶ οἱ φορτικοὶ καὶ ἀφιλόλογοι μετὰ τὸ δεῖπνον ἐφ’ ἡδονὰσ ἑτέρασ τοῦ σώματοσ ἀπωτάτω τὴν διάνοιαν ἀπαίρουσιν, αἰνίγματα καὶ γρίφουσ καὶ θέσεισ ὀνομάτων ἐν ἀριθμοῖσ ὑποσύμβολα προβάλλοντεσ; (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, chapter 0 10:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION