Ancient Greek-English Dictionary Language

φορτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: φορτικός φορτική φορτικόν

Structure: φορτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: fo/rtos

Sense

  1. of the nature of a burden, burdensome, wearisome
  2. coarse, vulgar, common, low, vulgar, ad captandum vulgus, out of vulgar arrogance, coarsely, vulgarly, like a clown

Examples

  • ἀλλ’ ἔστιν ἡμῖν λογίδιον γνώμην ἔχον, ὑμῶν μὲν αὐτῶν οὐχὶ δεξιώτερον, κωμῳδίασ δὲ φορτικῆσ σοφώτερον. (Aristophanes, Wasps, Prologue 2:4)
  • τῷ δὲ λέπεσθαι χρῶνται οἱ Ἀθηναῖοι ἐπ’ ἀσελγοῦσ καὶ φορτικῆσ δι’ ἀφροδισίων ἡδονῆσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 83 5:1)
  • ἐπεὶ δὲ Πλάτων ἠγανάκτησε καὶ διετείνατο πρὸσ αὐτούσ ὡσ ἀπολλύντασ καὶ διαφθείροντασ τὸ γεωμετρίασ ἀγαθόν, ἀπὸ τῶν ἀσωμάτων καὶ νοητῶν ἀποδιδρασκούσησ ἐπὶ τὰ αἰσθητά, καὶ προσχρωμένησ αὖθισ αὖ σώμασι πολλῆσ καὶ φορτικῆσ βαναυσουργίασ δεομένοισ, οὕτω διεκρίθη γεωμετρίασ ἐκπεσοῦσα μηχανική, καὶ περιορωμένη πολὺν χρόνον ὑπὸ φιλοσοφίασ μία τῶν στρατιωτίδων τεχνῶν ἐγεγόνει. (Plutarch, Marcellus, chapter 14 6:1)
  • ἐν ταύτῃ γὰρ ὁ πράττων οὐ τῆσ αὑτοῦ μεταχειρίζεται χάριν ἀρετῆσ, ἀλλὰ τῆσ τῶν ἀκουόντων ἡδονῆσ, καὶ ταύτησ φορτικῆσ, διόπερ οὐ τῶν ἐλευθέρων κρίνομεν εἶναι τὴν ἐργασίαν, ἀλλὰ θητικωτέραν· (Aristotle, Politics, Book 8 104:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION