헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φορά̄

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φορά̄ φορᾶς

형태분석: φορ (어간) + ᾱ (어미)

어원: fe/rw

  1. 행위, 막
  2. 운반, 전달, 수송
  1. an act
  2. (from the active voice), carrying, gestation

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 φορά̄

행위가

φορᾱ́

행위들이

φοραί

행위들이

속격 φορᾶς

행위의

φοραῖν

행위들의

φορῶν

행위들의

여격 φορᾷ

행위에게

φοραῖν

행위들에게

φοραῖς

행위들에게

대격 φορᾱ́ν

행위를

φορᾱ́

행위들을

φορᾱ́ς

행위들을

호격 φορᾱ́

행위야

φορᾱ́

행위들아

φοραί

행위들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • νῦν δὲ μέγα φρονεῖ θαυμαζόμενοσ ἐπὶ τῇ τοῦ ταύρου φορᾷ. (Lucian, Contemplantes, (no name) 8:7)

    (루키아노스, Contemplantes, (no name) 8:7)

  • εἰ δ’ ἦν παρ’ ὄμμα θάνατοσ ἐν ψήφου φορᾷ, οὐκ ἄν ποθ’ Ἑλλὰσ δοριμανὴσ ἀπώλλυτο. (Euripides, Suppliants, episode 3:10)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 3:10)

  • "φέρειν δὲ χαίτην ἀπὸ τοῦ μετώπου καθειμένην ἐπὶ τοὺσ ὀφθαλμούσ, ἣν ὁπόταν μόγισ διασεισαμένη διὰ τὴν βαρύτητα ἐμβλέψῃ, κτείνει τὸν ὑπ’ αὐτῆσ θεωρηθέντα οὐ τῷ πνεύματι, ἀλλὰ τῇ γιγνομένῃ ἀπὸ τῶν ὀμμάτων φύσεωσ φορᾷ καὶ νεκρὸν ποιεῖ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 647)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 647)

  • τὰ δ’ εὐθὺσ ἐπίμπλατο ῥευμάτων καθαρῶν, ἐπισυνδιδόντων ὁλκῇ καὶ φορᾷ τοῦ θλιβομένου πρὸσ τὸ κενούμενον. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 14 2:1)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 14 2:1)

  • ταῦθ’ ὅτι συνήλειπταί τε καὶ συγκέχρωσται, καὶ οὐ καθ’ ἓν ἕκαστον ὄνομα ἐν ἕδρᾳ περιφανεῖ καὶ πλατείᾳ βέβηκεν οὐδὲ μακροῖσ τοῖσ μεταξὺ χρόνοισ διείργεται καὶ διαβέβηκεν ἀπ’ ἀλλήλων, ἀλλ’ ἐν κινήσει τε ὄντα φαίνεται καὶ φορᾷ καὶ ῥύσει συνεχεῖ, πραεῖαί τε αὐτῶν εἰσι καὶ μαλακαὶ καὶ προπετεῖσ αἱ συνάπτουσαι τὴν λέξιν ἁρμονίαι, τὸ ἄλογον ἐπιμαρτυρεῖ τῆσ ἀκοῆσ πάθοσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2349)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 2349)

  • "ὅταν οὖν φανῇ τὸ ἡδὺ οἰκεῖον, οὐδὲν δεῖ πρὸσ τὴν ἐπ’ αὐτὸ κίνησιν καὶ φορὰν δόξησ, ἀλλ’ ἦλθεν εὐθὺσ ἡ ὁρμή, κίνησισ οὖσα καὶ φορὰ τῆσ ψυχῆσ. (Plutarch, Adversus Colotem, section 2615)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 2615)

유의어

  1. 행위

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION