헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φλυαρία

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φλυαρία

형태분석: φλυαρι (어간) + ᾱ (어미)

어원: from flua_re/w

  1. 난센스, 헛소리, 비합리적인 행동, 논센스, 해학
  1. silly talk, nonsense, foolery, fooleries

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 φλυαρία

난센스가

φλυαρίᾱ

난센스들이

φλυαρίαι

난센스들이

속격 φλυαρίᾱς

난센스의

φλυαρίαιν

난센스들의

φλυαριῶν

난센스들의

여격 φλυαρίᾱͅ

난센스에게

φλυαρίαιν

난센스들에게

φλυαρίαις

난센스들에게

대격 φλυαρίᾱν

난센스를

φλυαρίᾱ

난센스들을

φλυαρίᾱς

난센스들을

호격 φλυαρίᾱ

난센스야

φλυαρίᾱ

난센스들아

φλυαρίαι

난센스들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ γὰρ Σάμοσ εὐθὺσ καὶ τὸ Πολυκράτουσ πάθοσ καὶ τῆσ θυγατρὸσ αὐτοῦ μέχρι Περσῶν πλάνη, καὶ τὰ ἔτι ἀρχαιότερα, ἡ τοῦ Ταντάλου φλυαρία καὶ ἡ παρ’ αὐτῷ θεῶν ἑστίασισ καὶ ἡ Πέλοποσ κρεουργία καὶ ὁ ἐλεφάντινοσ ὦμοσ αὐτοῦ. (Lucian, De saltatione, (no name) 54:2)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 54:2)

  • φλυαρία ταῦτ’ ἐστὶ τὰ μεμιμημένα. (Aristophanes, Lysistrata, Prologue 4:23)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Prologue 4:23)

  • ἔνεστι μὲν οὖν ἐν τῇ κατασκευῇ τῶν ὀνομάτων αὐτῷ τὸ τραγικὸν τὸ κωμικὸν τὸ σοβαρὸν τὸ πεζόν, ἀσάφεια κοινότησ, ὄγκοσ καὶ δίαρμα, σπερμολογία καὶ φλυαρία ναυτιώδησ. (Plutarch, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 1 8:2)

    (플루타르코스, Comparationis Aristophanis et Menandri compendium, section 1 8:2)

  • ἢ πρὶν μὲν ἐμὲ δεῖν ἀποθνῄσκειν καλῶσ ἐλέγετο, νῦν δὲ κατάδηλοσ ἄρα ἐγένετο ὅτι ἄλλωσ ἕνεκα λόγου ἐλέγετο, ἦν δὲ παιδιὰ καὶ φλυαρία ὡσ ἀληθῶσ; (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 23:1)

    (플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 23:1)

  • ὁμοίωσ Κηία με προσῆλθε φλυαρία οὐκ ἐθέλοντα. (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 13, chapter 311)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 13, chapter 311)

  • καὶ μάλιστα τοὺσ ἀπορρήτουσ καὶ κεκρυμμένουσ τῶν λόγων περιιόντεσ ἐξιχνεύουσι καὶ ἀνερευνῶσιν, ὥσπερ ὕλην πυλαίαν τινὰ φορτίων τῇ φλυαρίᾳ παρατιθέμενοι, εἶθ’ ὥσπερ οἱ παῖδεσ τὸν κρύσταλλον οὔτε δύνανται κατέχειν οὔτ’ ἀφεῖναι θέλουσι· (Plutarch, De garrulitate, section 125)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 125)

유의어

  1. 난센스

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION