헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φιλόσοφος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φιλόσοφος φιλόσοφος φιλόσοφον

형태분석: φιλοσοφ (어간) + ος (어미)

  1. (substantive) lover of knowledge/wisdom
  2. (substantive) educated, learned person
  3. (substantive) professor
  4. (substantive) philosopher
  5. scientific, philosophic

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 φιλόσοφος

(이)가

φιλόσοφον

(것)가

속격 φιλοσόφου

(이)의

φιλοσόφου

(것)의

여격 φιλοσόφῳ

(이)에게

φιλοσόφῳ

(것)에게

대격 φιλόσοφον

(이)를

φιλόσοφον

(것)를

호격 φιλόσοφε

(이)야

φιλόσοφον

(것)야

쌍수주/대/호 φιλοσόφω

(이)들이

φιλοσόφω

(것)들이

속/여 φιλοσόφοιν

(이)들의

φιλοσόφοιν

(것)들의

복수주격 φιλόσοφοι

(이)들이

φιλόσοφα

(것)들이

속격 φιλοσόφων

(이)들의

φιλοσόφων

(것)들의

여격 φιλοσόφοις

(이)들에게

φιλοσόφοις

(것)들에게

대격 φιλοσόφους

(이)들을

φιλόσοφα

(것)들을

호격 φιλόσοφοι

(이)들아

φιλόσοφα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῖσ δὲ φιλοσόφοισ προειπεῖν μὴ ἀναπλάττειν κενὰ ^ ὀνόματα μηδὲ ληρεῖν περὶ ὧν οὐκ ἴσασιν. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 17:1)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 17:1)

  • συντέτακται μέν, ὦ Πάμφιλε, ὡσ οἶσθα, ἐκ βασιλέωσ μισθοφορά τισ οὐ φαύλη κατὰ γένη τοῖσ φιλοσόφοισ, Στωϊκοῖσ λέγω καὶ Πλατωνικοῖσ καὶ Ἐπικουρείοισ, ἔτι δὲ καὶ τοῖσ ἐκ τοῦ Περιπάτου, τὰ ἴσα τούτοισ ἅπασιν. (Lucian, Eunuchus, (no name) 3:1)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 3:1)

  • δῆλοσ γάρ ἐστιν, εἰ καὶ μηδὲν ἔγραψε, πλείστην μὲν παρασκευὴν εἰσ ταῦτα παρεσκευασμένοσ, μεγίστασ δὲ δαπάνασ εἰσ τὴν συναγωγὴν αὐτῶν τετελεκώσ, καὶ πρὸσ τούτοισ πολλῶν μὲν αὐτόπτησ γεγενημένοσ, πολλοῖσ δ’ εἰσ ὁμιλίαν ἐλθὼν ἀνδράσι τοῖσ τότε πρωτεύουσι καὶ στρατηγοῖσ δημαγωγοῖσ τε καὶ φιλοσόφοισ διὰ τὴν συγγραφήν· (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 6 2:1)

    (디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 6 2:1)

  • ἀλλ’ οὔτε ἀγνοήσεται ταῦτα, ὦ Ζεῦ, ἐν φανερῷ ἐσομένησ τῆσ ἔριδοσ τοῖσ φιλοσόφοισ, καὶ δόξεισ τυραννικὸσ εἶναι μὴ κοινούμενοσ περὶ τῶν οὕτω μεγάλων καὶ κοινῶν ἅπασιν. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 5:8)

    (루키아노스, Juppiter trageodeus, (no name) 5:8)

  • καὶ τοῖσ φιλοσόφοισ δὲ ἐπιμελὲσ ἦν συνάγουσι τοὺσ νέουσ μετ’ αὐτῶν πρόσ τινα τεταγμένον νόμον εὐωχεῖσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 2 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 2 2:1)

유의어

  1. lover of knowledge

  2. philosopher

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION