Ancient Greek-English Dictionary Language

φαρμακοποσία

First declension Noun; Feminine Transliteration:

Principal Part: φαρμακοποσία

Structure: φαρμακοποσι (Stem) + ᾱ (Ending)

Sense

  1. a drinking of medicine
  2. a drinking of poison

Examples

  • ἔτι μέντοι ἐπεφύσητο αὐτῷ καὶ διῳδήκει ἐκ τῆσ φαρμακοποσίασ τὰ σκέλη. (Lucian, Necyomantia, (no name) 18:5)
  • ἀλλὰ γὰρ τῇ τῶν λόγων μεθόδῳ σπογγιστικῆσ ἢ φαρμακοποσίασ οὐδὲν ἧττον οὐδέ τι μᾶλλον τυγχάνει μέλον εἰ τὸ μὲν σμικρά, τὸ δὲ μεγάλα ἡμᾶσ ὠφελεῖ καθαῖρον. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 67:4)
  • τρίτῃ δὲ καὶ τετάρτῃ ἀνίσταντο ὥσπερ ἐκ φαρμακοποσίασ. (Xenophon, Anabasis, , chapter 8 25:3)
  • τῇ δ’ ὑστεραίᾳ περὶ τὴν αὐτὴν ὡρ́αν ἅπαντεσ ἑαυτοὺσ ἀνελάμβανον καὶ κατ’ ὀλίγον ἀνακτώμενοι τὸ φρονεῖν ἀνέστησαν, καὶ τὸ σῶμα διετέθησαν ὁμοίωσ τοῖσ ἐκ φαρμακοποσίασ διασωθεῖσιν. (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 30 2:3)

Synonyms

  1. a drinking of medicine

  2. a drinking of poison

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION