헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φάραγξ

3군 변화 명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φάραγξ φάραγγος

형태분석: φαραγγ (어간) + ς (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 골, 골짜기
  1. a cleft or chasm, a ravine, gully

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 φάραγξ

골이

φάραγγε

골들이

φάραγγες

골들이

속격 φάραγγος

골의

φαράγγοιν

골들의

φαράγγων

골들의

여격 φάραγγι

골에게

φαράγγοιν

골들에게

φάραγξιν*

골들에게

대격 φάραγγα

골을

φάραγγε

골들을

φάραγγας

골들을

호격 φάραγξ

골아

φάραγγε

골들아

φάραγγες

골들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραήλ, ὡσ εἶδον αὐτῶν τὸ πλῆθοσ, ἐταράχθησαν σφόδρα καὶ εἶπεν ἕκαστοσ πρὸσ τὸν πλησίον αὐτοῦ. νῦν ἐκλείξουσιν οὖτοι τὸ πρόσωπον τῆσ γῆσ πάσησ, καὶ οὔτε τὰ ὄρη τὰ ὑψηλὰ οὔτε αἱ φάραγγεσ οὔτε οἱ βουνοὶ ὑποστήσονται τὸ βάροσ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Iudith 7:4)

    (70인역 성경, 유딧기 7:4)

  • ἀκούσατε ὄρη, τὴν κρίσιν τοῦ Κυρίου, καὶ αἱ φάραγγεσ θεμέλια τῆσ γῆσ, ὅτι κρίσισ τῷ Κυρίῳ πρὸσ τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ μετὰ τοῦ Ἰσραὴλ διελεγχθήσεται. (Septuagint, Prophetia Michaeae 6:2)

    (70인역 성경, 미카서 6:2)

  • καὶ στραφήσονται αἱ φάραγγεσ αὐτῆσ εἰσ πίσσαν καὶ ἡ γῆ αὐτῆσ εἰσ θεῖον, καὶ ἔσται ἡ γῆ αὐτῆσ ὡσ πίσσα καιομένη (Septuagint, Liber Isaiae 34:9)

    (70인역 성경, 이사야서 34:9)

  • καὶ σεισθήσονται ἀπὸ προσώπου Κυρίου οἱ ἰχθύεσ τῆσ θαλάσσησ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ θηρία τοῦ πεδίου καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ τὰ ἕρποντα ἐπὶ τῆσ γῆσ, καὶ πάντεσ οἱ ἄνθρωποι οἱ ἐπὶ προσώπου τῆσ γῆσ, καὶ ραγήσεται τά ὄρη καὶ πεσοῦνται αἱ φάραγγεσ, καὶ πᾶν τεῖχοσ ἐπὶ τὴν γῆν πεσεῖται. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 38:20)

    (70인역 성경, 에제키엘서 38:20)

  • κἀμέ τοι νεκρὸν φάραγγεσ γυμνάδ’ ἐκβεβλημένην ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι, νυμφίου πέλασ τάφου, θηρσὶ δώσουσιν δάσασθαι, τὴν Ἀπόλλωνοσ λάτριν. (Euripides, The Trojan Women, episode, trochees5)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, trochees5)

  • καὶ ἔσονται αἱ ἐκλεκταὶ φάραγγέσ σου πλησθήσονται ἁρμάτων, οἱ δὲ ἱππεῖσ ἐμφράξουσι τὰσ πύλασ σου. (Septuagint, Liber Isaiae 22:7)

    (70인역 성경, 이사야서 22:7)

유의어

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION