- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐραστής?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: erastēs 고전 발음: [에라떼:] 신약 발음: [애라]

기본형: ἐραστής ἐραστοῦ

형태분석: ἐραστ (어간) + ης (어미)

어원: ἔραμαι

  1. 애인, 친구
  2. 부채, 팬
  1. lover
  2. fan, adherent, admirer

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐραστής

애인이

ἐραστά

애인들이

ἐρασταί

애인들이

속격 ἐραστοῦ

애인의

ἐρασταῖν

애인들의

ἐραστῶν

애인들의

여격 ἐραστῇ

애인에게

ἐρασταῖν

애인들에게

ἐρασταῖς

애인들에게

대격 ἐραστήν

애인을

ἐραστά

애인들을

ἐραστάς

애인들을

호격 ἐραστά

애인아

ἐραστά

애인들아

ἐρασταί

애인들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὐτὸς δὲ τὴν ὡρ´αν οὐ παντάπασιν ἀδόκιμος εἶναι δόξας τὸ μὲν πρῶτον ἐπὶ ψιλῷ τῷ τρέφεσθαι συνῆν τινι κακοδαίμονι καὶ γλίσχρῳ ἐραστῇ. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:81)

    (루키아노스, Rhetorum praeceptor, (no name) 13:81)

  • Ἄντων ἦν ὄνομα τῷ ἐραστῇ τῷ δ ἐρωμένῳ Φίλιστος, ὡς ἐν τοῖς Αἰτίοις Διονύσιος ὁ ποιητὴς ἱστόρησε. (Plutarch, Amatorius, section 17 10:1)

    (플루타르코스, Amatorius, section 17 10:1)

  • οὐ φθάνει τὸ θεραπαινίδιον ἀποχωρῆσαν αὐτῆς, καὶ τῶν ὁμοδούλων εὐθὺς ἣν μάλιστ εἶδε σχολάζουσαν ἐμβάλλει τὸν λόγον ἐκείνη δὲ τῷ ἐραστῇ παραγενομένῳ πρὸς αὐτὴν ἔφρασεν. (Plutarch, De garrulitate, section 11 2:4)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 11 2:4)

  • ἐκείνη δὲ τῷ ἐραστῇ παραγενομένῳ πρὸς αὐτὴν ἔφρασεν. (Plutarch, De garrulitate, section 11 7:1)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 11 7:1)

  • καὶ γὰρ ἀποκλεῖσαι τὸν Νέρωνα λέγεται μὴ παρόντος τοῦ Ὄθωνος, εἴτε τῆς ἡδονῆς ἀφαιροῦσα τὸ πλήσμιον, εἴτε, ὥς φασιν ἔνιοι, βαρυνομένη τὸν Καίσαρος γάμον, ἐραστῇ δὲ μὴ φεύγουσα χρῆσθαι διὰ τὸ φιλακόλαστον. (Plutarch, Galba, chapter 19 5:1)

    (플루타르코스, Galba, chapter 19 5:1)

유의어

  1. 애인

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION