- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπωνυμία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: epōnymia 고전 발음: [에뽀:뉘미아] 신약 발음: [애뽀뉘미아]

기본형: ἐπωνυμία

형태분석: ἐπωνυμι (어간) + α (어미)

어원: from ἐπώνυμος

  1. 명명, 성씨
  2. 이름, 성명
  1. a surname, name given after, a surname, the naming, a name for
  2. a name

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐπωνυμία

명명이

ἐπωνυμία

명명들이

ἐπωνυμίαι

명명들이

속격 ἐπωνυμίας

명명의

ἐπωνυμίαιν

명명들의

ἐπωνυμιῶν

명명들의

여격 ἐπωνυμίᾳ

명명에게

ἐπωνυμίαιν

명명들에게

ἐπωνυμίαις

명명들에게

대격 ἐπωνυμίαν

명명을

ἐπωνυμία

명명들을

ἐπωνυμίας

명명들을

호격 ἐπωνυμία

명명아

ἐπωνυμία

명명들아

ἐπωνυμίαι

명명들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀπὸ δὲ τούτου καὶ τῷ τεχνήματι τῷ πονηρῷ τὴν πονηρὰν ἐπωνυμίαν συνελθεῖν. (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 12:5)

    (루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 12:5)

  • καλοῦνται δὲ Ἐγούσιαι αἵδε αἱ κύνες, ἀπὸ ἔθνους Κελτικοῦ τὴν ἐπωνυμίαν ἔχουσαι, οὗ πρῶτον, ὥς γέ μοι δοκεῖ, ἔφυσάν τε καὶ ηὐδοκίμησαν. (Arrian, Cynegeticus, chapter 3 4:4)

    (아리아노스, Cynegeticus, chapter 3 4:4)

  • καὶ μυρσίνης γένη ποικίλα μῖλάξ τε καὶ τὸ καλούμενον φιλάδελφον, ὃ τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβε τῇ φύσει πρόσφορον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 29 2:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 29 2:5)

  • ὅτι δ ὁ πρῶτος αὐτῶν καὶ τῷ γένει τήν ἐπωνυμίαν ἀπολιπὼν Μάμερκος ἦν, Πυθαγόρου παῖς τοῦ σοφοῦ, δι αἱμυλίαν λόγου καὶ χάριν Αἰμίλιος προσαγορευθείς, εἰρήκασιν ἔνιοι τῶν Πυθαγόρᾳ τήν Νομᾶ τοῦ βασιλέως παίδευσιν ἀναθέντων. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 2 1:2)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 2 1:2)

  • "πρὸς ἣν εἷς τῶν Λυδῶν εὐγενὴς ἀνὴρ ὁρμήσας καὶ τῇ παρ αὐτοῖς Μίδου βασιλείᾳ βαρυνθείς, τοῦ μὲν Μίδου ὑπ ἀνανδρίας καὶ τρυφῆς ἐν πορφύρᾳ κειμένου καὶ ταῖς γυναιξὶν ἐν τοῖς ἱστοῖς συνταλασιουργοῦντος, Ὀμφάλης δὲ πάντας τοὺς συγκατακλιθέντας αὑτῇ ξενοκτονούσης, ἀμφοτέρους ἐκόλασε, τὸν μὲν ὑπὸ ἀπαιδευσίας κεκωφημένον τῶν ὤτων ἐξελκύσας, ὃς διὰ τὴν τοῦ φρονεῖν ἔνδειαν τοῦ πάντων ἀναισθητοτάτου ζῴου τὴν ἐπωνυμίαν ἔσχε: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 11 1:9)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 11 1:9)

유의어

  1. 명명

  2. 이름

관련어

명사

형용사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION