헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρώνυμον

명사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρώνυμον

  1. 닉네임, 애칭, 별명
  2. 성씨
  1. byname, nickname
  2. surname; cognomen, agnomen

예문

  • ὁ δ’ Ἀργᾶσ καὶ τοῦτο γάρ φασι τῷ Δημοσθένει γενέσθαι παρώνυμον ἢ πρὸσ τὸν τρόπον, ὡσ θηριώδη καὶ πικρὸν ἐτέθη· (Plutarch, Demosthenes, chapter 4 5:1)

    (플루타르코스, Demosthenes, chapter 4 5:1)

  • ἀνθρώπῳ νηκτόν, ὃ μὴ πέτραισ προσέχεται καὶ προσπέφυκεν, οὐδ’ ἁλώσιμον ἄνευ πραγματείασ, ὡσ λύκοισ μὲν ὄνοι καὶ μέροψι μέλισσαι χελιδόσι δὲ τέττιγεσ, ἐλάφοισ δ’ ὄφεισ ἀγόμενοι ῥᾳδίωσ ὑπ’ αὐτῶν ᾗ καὶ τοὔνομα πεποίηται παρώνυμον οὐ τῆσ ἐλαφρότητοσ ἀλλὰ τῆσ ἕλξεωσ τοῦ ὄφεωσ,, καὶ τὸ πρόβατον προσκαλεῖται τῷ ποδὶ τὸν λύκον· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 24 1:1)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 24 1:1)

  • τὸ Φοίβησ δ’ ὄνομ’ ἔχει παρώνυμον. (Aeschylus, Eumenides, episode 1:5)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, episode 1:5)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION