Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπιτήδευμα

Third declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπιτήδευμα ἐπιτήδευματος

Structure: ἐπιτηδευματ (Stem)

Etym.: from e)pithdeu/w

Sense

  1. a pursuit, business, practice

Examples

  • ὥστε, ὦ θαυμάσιε, ὁρ́α μὴ ἀνόσιον ᾖ κατηγορεῖν ἐπιτηδεύματοσ θείου τε ἅμα καὶ μυστικοῦ καὶ τοσούτοισ θεοῖσ ἐσπουδασμένου καὶ ἐπὶ τιμῇ αὐτῶν δρωμένου καὶ τοσαύτην τέρψιν ἅμα καὶ παιδείαν ^ ὠφέλιμον παρεχομένου. (Lucian, De saltatione, (no name) 23:1)
  • καὶ τοῦτ’ οὖν οὐκ ἄχρηστόν ἐστιν ἐννοεῖν τοὺσ πολυπράγμονασ ἀσ, ὅπωσ αἰσχύνωνται τὴν πρὸσ τοὺσ μισουμένουσ μάλιστα καὶ δυσχεραινομένουσ ὁμοιότητα καὶ συγγένειαν τοῦ ἐπιτηδεύματοσ. (Plutarch, De curiositate, section 16 2:4)
  • συγγένειαν τοῦ ἐπιτηδεύματοσ. (Plutarch, De curiositate, section 15 13:1)
  • "ὑπὲρ σεμνοῦ ἐπιτηδεύματοσ καὶ θεοῖσ μάλιστα ἀρέσκοντοσ, ὠγαθὲ Ὀνησίκρατεσ, τοὺσ λόγουσ ἡμᾶσ προετρέψω ποιήσασθαι. (Pseudo-Plutarch, De musica, section 14 1:1)
  • "μέλλετε δὲ κρίνειν οὐ περὶ Ἰσοκράτουσ ἀλλὰ περὶ ἐπιτηδεύματοσ, εἰ χρὴ φιλοσοφεῖν" . (Aristotle, Rhetoric, Book 2, chapter 23 18:5)

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION