ἐπακολουθέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐπακολουθέω
ἐπακολουθήσω
Structure:
ἐπ
(Prefix)
+
ἀκολουθέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to follow close upon, follow after
- to pursue
- to follow mentally
- to follow, comply with
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "πρὸσ γάρ τοι τῷ οὕτω κολακεύειν καὶ τὸ σχῆμα τῶν κολακευομένων ἐπακολουθῶν ἀποπλάττεται παραγκωνίζων καὶ σπαργανῶν ἑαυτόν τοῖσ τριβωναρίοισ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 722)
- οὗτοσ τοίνυν ὁ Βηρῶσοσ ταῖσ ἀρχαιοτάταισ ἐπακολουθῶν ἀναγραφαῖσ περί τε τοῦ γενομένου κατακλυσμοῦ καὶ τῆσ ἐν αὐτῷ φθορᾶσ τῶν ἀνθρώπων καθάπερ Μωσῆσ οὕτωσ ἱστόρηκεν καὶ περὶ τῆσ λάρνακοσ, ἐν ᾗ Νῶχοσ ὁ τοῦ γένουσ ἡμῶν ἀρχηγὸσ διεσώθη προσενεχθείσησ αὐτῆσ ταῖσ ἀκρωρείαισ τῶν Ἀρμενίων ὀρῶν. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 149:1)
- "ὡσ οὐ κατὰ τύχην ἐκ τοῦ παρισταμένου τῇ τάξει χρώμενοσ ἄλλοτ’ ἄλλωσ, ἀλλὰ τοῖσ εἰθισμένοισ τότε καὶ δρωμένοισ κατὰ νόμον ἐπακολουθῶν ἐδρᾶτο δ’ οὕτωσ, τὴν παλαιὰν ἔτι τάξιν αὐτῶν διαφυλαττόντων. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 3:9)
- ἀλλ’ ἐπακολουθῶν σύντεμνε. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 25:5)
- ἐξ ὧν δ’ αὐτὸσ ὁ ἰδιώτησ ἐπακολουθῶν ταῖσ αὑτοῦ φαντασίαισ παραχωρῆσαι δύναιτ’ ἄν τι ἢ ἀθετῆσαι, οὐδαμῶσ διὰ τούτων αὐτὸν κινῆσαι δυνάμεθα. (Epictetus, Works, book 2, 11:1)
Synonyms
-
to follow close upon
- ἐφομαρτέω (to follow close after)
- μεθέπω (to follow after, follow closely)
- μεταδιώκω (to follow closely after, pursue)
- μεταίσσω (to follow, closely)
- συνεπακολουθέω (to follow closely)
- μεταπορεύομαι (to go after, follow up)
- ἀκολουθέω (to follow, go after, go with)
- ἕπω (to follow upon)
- κατέχω (to follow close upon, press hard)
- μέτειμι (to go after or behind, follow)
- ἕπω (to follow, after or in company with)
- μετακιάθω (to follow after, to chase)
- ἐφέπω (to go after, follow, pursue)
- συνακολουθέω (to follow closely, to accompany)
- κατακολουθέω (to follow after, obey)
- ἐπιτρέχω (to run close after)
- κατοπάζω (to follow hard upon)
-
to pursue
-
to follow mentally
-
to follow