Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκαταδιώκω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκαταδιώκω συγκαταδιώξω

Structure: συγ (Prefix) + κατα (Prefix) + διώκ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to pursue with or together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταδιώκω συγκαταδιώκεις συγκαταδιώκει
Dual συγκαταδιώκετον συγκαταδιώκετον
Plural συγκαταδιώκομεν συγκαταδιώκετε συγκαταδιώκουσιν*
SubjunctiveSingular συγκαταδιώκω συγκαταδιώκῃς συγκαταδιώκῃ
Dual συγκαταδιώκητον συγκαταδιώκητον
Plural συγκαταδιώκωμεν συγκαταδιώκητε συγκαταδιώκωσιν*
OptativeSingular συγκαταδιώκοιμι συγκαταδιώκοις συγκαταδιώκοι
Dual συγκαταδιώκοιτον συγκαταδιωκοίτην
Plural συγκαταδιώκοιμεν συγκαταδιώκοιτε συγκαταδιώκοιεν
ImperativeSingular συγκαταδίωκε συγκαταδιωκέτω
Dual συγκαταδιώκετον συγκαταδιωκέτων
Plural συγκαταδιώκετε συγκαταδιωκόντων, συγκαταδιωκέτωσαν
Infinitive συγκαταδιώκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταδιωκων συγκαταδιωκοντος συγκαταδιωκουσα συγκαταδιωκουσης συγκαταδιωκον συγκαταδιωκοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκαταδιώκομαι συγκαταδιώκει, συγκαταδιώκῃ συγκαταδιώκεται
Dual συγκαταδιώκεσθον συγκαταδιώκεσθον
Plural συγκαταδιωκόμεθα συγκαταδιώκεσθε συγκαταδιώκονται
SubjunctiveSingular συγκαταδιώκωμαι συγκαταδιώκῃ συγκαταδιώκηται
Dual συγκαταδιώκησθον συγκαταδιώκησθον
Plural συγκαταδιωκώμεθα συγκαταδιώκησθε συγκαταδιώκωνται
OptativeSingular συγκαταδιωκοίμην συγκαταδιώκοιο συγκαταδιώκοιτο
Dual συγκαταδιώκοισθον συγκαταδιωκοίσθην
Plural συγκαταδιωκοίμεθα συγκαταδιώκοισθε συγκαταδιώκοιντο
ImperativeSingular συγκαταδιώκου συγκαταδιωκέσθω
Dual συγκαταδιώκεσθον συγκαταδιωκέσθων
Plural συγκαταδιώκεσθε συγκαταδιωκέσθων, συγκαταδιωκέσθωσαν
Infinitive συγκαταδιώκεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκαταδιωκομενος συγκαταδιωκομενου συγκαταδιωκομενη συγκαταδιωκομενης συγκαταδιωκομενον συγκαταδιωκομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to pursue with or together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION