συνακολουθέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
συνακολουθέω
συνακολουθήσω
Structure:
συν
(Prefix)
+
ἀκολουθέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to follow closely, to accompany
- to follow, completely
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἦν δὲν ἐν τῇ γραφῇ ὡσ τὴν σκηνὴν καὶ τὴν κιβωτὸν ἐκέλευσεν ὁ προφήτησ χρηματισμοῦ γενηθέντοσ αὐτῷ συνακολουθεῖν. ὡσ δὲ ἐξῆλθεν εἰσ τὸ ὄροσ, οὗ ὁ Μωυσῆσ ἀναβὰσ ἐθεάσατο τὴν τοῦ Θεοῦ κληρονομίαν. (Septuagint, Liber Maccabees II 2:4)
- καὶ προσελθόντεσ τινὲσ τῶν συνακολουθούντων ὥστε ἐπισημήνασθαι τὴν ὁδὸν καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν εὑρεῖν. (Septuagint, Liber Maccabees II 2:6)
- εἶτ’ ἐγὼ εἰσ τοῦτο ἀπονοίασ ἦλθον, ὥστε ἄλλων τε τοσούτων ἀνθρώπων συνακολουθούντων καὶ Διωξίππου καὶ Εὐφραίου τοῦ προσγυμναστοῦ αὐτοῦ, οἳ τῶν Ἑλλήνων ὁμολογουμένωσ ἰσχυρότατοί εἰσιν, οὔ[τ]’ ᾐσχυνόμην τοιούτουσ λόγουσ λέγων περὶ γυναικὸσ ἐλευθέρασ πάντων ἀκουόντων, [οὔτ’] ἐδεδίειν μὴ πα[ραχρ]ῆμα ἀπόλωμαι [πνι]γόμενοσ; (Hyperides, Speeches, 13:1)
- Ιἄκχε πολυτίμητε, μέλοσ ἑορτῆσ ἥδιστον εὑρών, δεῦρο συνακολούθει πρὸσ τὴν θεὸν καὶ δεῖξον ὡσ ἄνευ πόνου πολλὴν ὁδὸν περαίνεισ. (Aristophanes, Frogs, Parodos, strophe 11)
- ἔφασαν γὰρ αὐτὸν καὶ τοὺσ ὀψοποιοῦντασ ὑποποιεῖσθαι ἵνα θερμότατα παρατιθῶσι καὶ μόνοσ καταναλίσκῃ αὐτὸσ τῶν λοιπῶν συνακολουθεῖν μὴ δυναμένων. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 9 1:2)
Synonyms
-
to follow closely
- μεταίσσω (to follow, closely)
- συνεπακολουθέω (to follow closely)
- ἐφέπω (to follow, accompany, attend)
- ὀπαδέω (to follow, accompany, attend)
- ἐφομαρτέω (to follow close after)
- μεθέπω (to follow after, follow closely)
- ἐπακολουθέω (to follow close upon, follow after)
- παρακολουθέω (to follow beside, follow closely, to follow with the mind)
- παρέπομαι (to follow along side, follow close)
- παρομαρτέω (to accompany)
-
to follow