ἐφομαρτέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐφομαρτέω
ἐφομαρτήσω
Structure:
ἐπ
(Prefix)
+
ὁμαρτέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to follow close after
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀλλ̓ εἰ μὲν ἐγὼ ἔνδον εἰήν, ἅμα ἐμοὶ διατρίβει, καὶ προϊόντα ποι παραπέμπει, καὶ ἐπὶ γυμνάσιον ἰόντι ἐφομαρτεῖ, καὶ γυμναζομένῳ παρακάθηται, καὶ ἐπανιόντοσ πρόεισιν, θαμινὰ ἐπιστρεφομένη, ὡσ καταμανθάνειν μή πη ἄρα ἐξετράπην τῆσ ὁδοῦ· (Arrian, Cynegeticus, chapter 5 3:1)
- ἀλλ̓ ὃ μὲν ὅποι βούλεται θεῖ, ἣ δὲ ἐφομαρτεῖ· (Arrian, Cynegeticus, chapter 17 3:3)
- ὅσοι δέ τι μᾶλλον αὐτουργοί εἰσιν κυνηγεσίων, πεζοὶ ἐξίασιν, εἷσ δέ τισ αὐτοῖσ ἐφ̓ ἵππου ἐφομαρτεῖ, καὶ οὗτοσ διώκειν τέτακται ἅμα ταῖσ κυσίν. (Arrian, Cynegeticus, chapter 20 1:2)
- Λιβύων δὲ παῖδεσ ὀκταέτεισ ἔστιν οἳ αὐτῶν, οἳ δὲ οὐ πολλῷ πρεσβύτεροι, ἐπὶ γυμνῶν τῶν ἵππων ἐλαύνουσιν, ῥάβδῳ χρώμενοι ἐπ̓ αὐτοῖσ ὅσα Ἕλληνεσ χαλινῷ, καὶ ἐσ τοσοῦτον ἄρα ἐφομαρτοῦσιν τοῖσ ὄνοισ τοῖσ ἀγρίοισ, ἔστε τελευτῶντεσ βρόχον περιβαλόντεσ τῷ θηρίῳ ἄγουσιν· (Arrian, Cynegeticus, chapter 24 3:1)
- ἁλόντοσ δὲ ἐφομαρτείτω τισ σπουδῇ, πρὶν ἐμφορηθῆναι τοῦ αἵματοσ τὴν κύνα, οὐχ ὅτι δὴ τὰ κρέα ἄρα περὶ πολλοῦ ποιητέον ἀνδρὶ ἐσ κάλλοσ κυνηγετοῦντι, ἀλλ̓ ὅτι πονηρὸν μάθημα κυνὶ γενναίᾳ, λαγὼ ἐσθίειν. (Arrian, Cynegeticus, chapter 25 9:1)
Synonyms
-
to follow close after
- μεθέπω (to follow after, follow closely)
- ἐπακολουθέω (to follow close upon, follow after)
- μεταδιώκω (to follow closely after, pursue)
- μεταίσσω (to follow, closely)
- συνεπακολουθέω (to follow closely)
- ἀκολουθέω (to follow, go after, go with)
- μεταπορεύομαι (to go after, follow up)
- μέτειμι (to go after or behind, follow)
- ἕπω (to follow, after or in company with)
- ἐφέπω (to go after, follow, pursue)
- μετακιάθω (to follow after, to chase)
- συνακολουθέω (to follow closely, to accompany)
- ἐπιτρέχω (to run close after)
- κατακολουθέω (to follow after, obey)
- παρακολουθέω (to follow beside, follow closely, to follow with the mind)
- παρέπομαι (to follow along side, follow close)
- μεθέπω (to follow with the eyes, to seek after)