κατακολουθέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
κατακολουθέω
κατακολουθήσω
Structure:
κατ
(Prefix)
+
ἀκολουθέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to follow after, obey
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἡμεῖσ εὐδοκοῦμεν δουλεύειν τῷ πατρί σου καὶ πορεύεσθαι τοῖσ ὑπ̓ αὐτοῦ λεγομένοισ καὶ κατακολουθεῖν τοῖσ προστάγμασιν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Maccabees I 6:23)
- ὡρ́μησεν εἰσ τοὺσ πρώτουσ τῶν ἀποτρεχόντων, ὅπωσ δοκῶσι μὴ φεύγειν τοὺσ πολεμίουσ, ἀλλὰ τῷ στρατηγῷ κατακολουθεῖν. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 1 2:1)
- τοὺσ βαρβάρουσ ὁρῶντεσ οἱ Ῥωμαῖοι διαβαίνειν ἐπιχειροῦντασ ἀνεχώρουν, μὴ δυνάμενοσ αὐτοὺσ κατασχεῖν ὡρ́μησεν εἰσ τοὺσ πρώτουσ τῶν ἀποτρεχόντων, ὅπωσ δοκῶσι μὴ φεύγειν τοὺσ πολεμίουσ, ἀλλὰ τῷ στρατηγῷ κατακολουθεῖν. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 1 1:1)
- ἔτι δὲ τῶν μὲν νόμων εἰσὶν οἱ βασιλεῖσ ἐπάνω καὶ πολλὰ πράττουσι παῤ αὐτούσ, τοῖσ δὲ ἔθεσι κἀκεῖνοι κατακολουθοῦσιν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 7:11)
- "Ἐπεὶ τίνα νομίζεισ εἶναι κρείττονα τοῦ καὶ περὶ θεῶν ὅσια δοξάζοντοσ καὶ περὶ θανάτου διὰ παντὸσ ἀφόβωσ ἔχοντοσ καὶ τὸ τῆσ φύσεωσ ἐπιλελογισμένου τέλοσ, καὶ τὸ μὲν τῶν ἀγαθῶν πέρασ ὡσ ἔστιν εὐσυμπλήρωτόν τε καὶ εὐπόριστον διαλαμβάνοντοσ, τὸ δὲ τῶν κακῶν ὡσ ἢ χρόνουσ ἢ πόνουσ ἔχει βραχεῖσ, τὴν δὲ ὑπό τινων δεσπότιν εἰσαγομένην πάντων διαγελῶντοσ <εἱμαρμένην καὶ μᾶλλον ἃ μὲν κατ’ ἀνάγκην γίγνεσθαι λέγοντοσ>, ἃ δὲ ἀπὸ τύχησ, ἃ δὲ παρ’ ἡμᾶσ διὰ τὸ τὴν μὲν ἀνάγκην ἀνυπεύθυνον εἶναι, τὴν δὲ τύχην ἄστατον ὁρᾶν, τὸ δὲ παρ’ ἡμᾶσ ἀδέσποτον, ᾧ καὶ τὸ μεμπτὸν καὶ τὸ ἐναντίον παρακολουθεῖν πέφυκεν ἑ̓πεὶ κρεῖττον ἦν τῷ περὶ θεῶν μύθῳ κατακολουθεῖν ἢ τῇ τῶν φυσικῶν εἱμαρμένῃ δουλεύειν· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, I, EPIKOUROS 133:1)
Synonyms
-
to follow after
- ἕπομαι ( I follow, obey)
- ἀκολουθέω (to follow, go after, go with)
- μεταπορεύομαι (to go after, follow up)
- ἕπω (to follow, obey, submit to)
- ἐφομαρτέω (to follow close after)
- μεθέπω (to follow after, follow closely)
- μέτειμι (to go after or behind, follow)
- ἕπω (to follow, after or in company with)
- μετακιάθω (to follow after, to chase)
- ἐφέπω (to go after, follow, pursue)
- ἐπακολουθέω (to follow close upon, follow after)
- ἐπακούω (to obey)
- ἀκούω (I obey)
- θεραπεύω (I obey)