헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακολουθέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακολουθέω κατακολουθήσω

형태분석: κατ (접두사) + ἀκολουθέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 복종하다, 따르다, 뒤쫓다
  1. to follow after, obey

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακολούθω

(나는) 복종한다

κατακολούθεις

(너는) 복종한다

κατακολούθει

(그는) 복종한다

쌍수 κατακολούθειτον

(너희 둘은) 복종한다

κατακολούθειτον

(그 둘은) 복종한다

복수 κατακολούθουμεν

(우리는) 복종한다

κατακολούθειτε

(너희는) 복종한다

κατακολούθουσιν*

(그들은) 복종한다

접속법단수 κατακολούθω

(나는) 복종하자

κατακολούθῃς

(너는) 복종하자

κατακολούθῃ

(그는) 복종하자

쌍수 κατακολούθητον

(너희 둘은) 복종하자

κατακολούθητον

(그 둘은) 복종하자

복수 κατακολούθωμεν

(우리는) 복종하자

κατακολούθητε

(너희는) 복종하자

κατακολούθωσιν*

(그들은) 복종하자

기원법단수 κατακολούθοιμι

(나는) 복종하기를 (바라다)

κατακολούθοις

(너는) 복종하기를 (바라다)

κατακολούθοι

(그는) 복종하기를 (바라다)

쌍수 κατακολούθοιτον

(너희 둘은) 복종하기를 (바라다)

κατακολουθοίτην

(그 둘은) 복종하기를 (바라다)

복수 κατακολούθοιμεν

(우리는) 복종하기를 (바라다)

κατακολούθοιτε

(너희는) 복종하기를 (바라다)

κατακολούθοιεν

(그들은) 복종하기를 (바라다)

명령법단수 κατακολοῦθει

(너는) 복종해라

κατακολουθεῖτω

(그는) 복종해라

쌍수 κατακολούθειτον

(너희 둘은) 복종해라

κατακολουθεῖτων

(그 둘은) 복종해라

복수 κατακολούθειτε

(너희는) 복종해라

κατακολουθοῦντων, κατακολουθεῖτωσαν

(그들은) 복종해라

부정사 κατακολούθειν

복종하는 것

분사 남성여성중성
κατακολουθων

κατακολουθουντος

κατακολουθουσα

κατακολουθουσης

κατακολουθουν

κατακολουθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακολούθουμαι

(나는) 복종된다

κατακολούθει, κατακολούθῃ

(너는) 복종된다

κατακολούθειται

(그는) 복종된다

쌍수 κατακολούθεισθον

(너희 둘은) 복종된다

κατακολούθεισθον

(그 둘은) 복종된다

복수 κατακολουθοῦμεθα

(우리는) 복종된다

κατακολούθεισθε

(너희는) 복종된다

κατακολούθουνται

(그들은) 복종된다

접속법단수 κατακολούθωμαι

(나는) 복종되자

κατακολούθῃ

(너는) 복종되자

κατακολούθηται

(그는) 복종되자

쌍수 κατακολούθησθον

(너희 둘은) 복종되자

κατακολούθησθον

(그 둘은) 복종되자

복수 κατακολουθώμεθα

(우리는) 복종되자

κατακολούθησθε

(너희는) 복종되자

κατακολούθωνται

(그들은) 복종되자

기원법단수 κατακολουθοίμην

(나는) 복종되기를 (바라다)

κατακολούθοιο

(너는) 복종되기를 (바라다)

κατακολούθοιτο

(그는) 복종되기를 (바라다)

쌍수 κατακολούθοισθον

(너희 둘은) 복종되기를 (바라다)

κατακολουθοίσθην

(그 둘은) 복종되기를 (바라다)

복수 κατακολουθοίμεθα

(우리는) 복종되기를 (바라다)

κατακολούθοισθε

(너희는) 복종되기를 (바라다)

κατακολούθοιντο

(그들은) 복종되기를 (바라다)

명령법단수 κατακολούθου

(너는) 복종되어라

κατακολουθεῖσθω

(그는) 복종되어라

쌍수 κατακολούθεισθον

(너희 둘은) 복종되어라

κατακολουθεῖσθων

(그 둘은) 복종되어라

복수 κατακολούθεισθε

(너희는) 복종되어라

κατακολουθεῖσθων, κατακολουθεῖσθωσαν

(그들은) 복종되어라

부정사 κατακολούθεισθαι

복종되는 것

분사 남성여성중성
κατακολουθουμενος

κατακολουθουμενου

κατακολουθουμενη

κατακολουθουμενης

κατακολουθουμενον

κατακολουθουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακολουθήσω

(나는) 복종하겠다

κατακολουθήσεις

(너는) 복종하겠다

κατακολουθήσει

(그는) 복종하겠다

쌍수 κατακολουθήσετον

(너희 둘은) 복종하겠다

κατακολουθήσετον

(그 둘은) 복종하겠다

복수 κατακολουθήσομεν

(우리는) 복종하겠다

κατακολουθήσετε

(너희는) 복종하겠다

κατακολουθήσουσιν*

(그들은) 복종하겠다

기원법단수 κατακολουθήσοιμι

(나는) 복종하겠기를 (바라다)

κατακολουθήσοις

(너는) 복종하겠기를 (바라다)

κατακολουθήσοι

(그는) 복종하겠기를 (바라다)

쌍수 κατακολουθήσοιτον

(너희 둘은) 복종하겠기를 (바라다)

κατακολουθησοίτην

(그 둘은) 복종하겠기를 (바라다)

복수 κατακολουθήσοιμεν

(우리는) 복종하겠기를 (바라다)

κατακολουθήσοιτε

(너희는) 복종하겠기를 (바라다)

κατακολουθήσοιεν

(그들은) 복종하겠기를 (바라다)

부정사 κατακολουθήσειν

복종할 것

분사 남성여성중성
κατακολουθησων

κατακολουθησοντος

κατακολουθησουσα

κατακολουθησουσης

κατακολουθησον

κατακολουθησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακολουθήσομαι

(나는) 복종되겠다

κατακολουθήσει, κατακολουθήσῃ

(너는) 복종되겠다

κατακολουθήσεται

(그는) 복종되겠다

쌍수 κατακολουθήσεσθον

(너희 둘은) 복종되겠다

κατακολουθήσεσθον

(그 둘은) 복종되겠다

복수 κατακολουθησόμεθα

(우리는) 복종되겠다

κατακολουθήσεσθε

(너희는) 복종되겠다

κατακολουθήσονται

(그들은) 복종되겠다

기원법단수 κατακολουθησοίμην

(나는) 복종되겠기를 (바라다)

κατακολουθήσοιο

(너는) 복종되겠기를 (바라다)

κατακολουθήσοιτο

(그는) 복종되겠기를 (바라다)

쌍수 κατακολουθήσοισθον

(너희 둘은) 복종되겠기를 (바라다)

κατακολουθησοίσθην

(그 둘은) 복종되겠기를 (바라다)

복수 κατακολουθησοίμεθα

(우리는) 복종되겠기를 (바라다)

κατακολουθήσοισθε

(너희는) 복종되겠기를 (바라다)

κατακολουθήσοιντο

(그들은) 복종되겠기를 (바라다)

부정사 κατακολουθήσεσθαι

복종될 것

분사 남성여성중성
κατακολουθησομενος

κατακολουθησομενου

κατακολουθησομενη

κατακολουθησομενης

κατακολουθησομενον

κατακολουθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηκο͂λουθουν

(나는) 복종하고 있었다

κατηκο͂λουθεις

(너는) 복종하고 있었다

κατηκο͂λουθειν*

(그는) 복종하고 있었다

쌍수 κατηκόλουθειτον

(너희 둘은) 복종하고 있었다

κατηκολοῦθειτην

(그 둘은) 복종하고 있었다

복수 κατηκόλουθουμεν

(우리는) 복종하고 있었다

κατηκόλουθειτε

(너희는) 복종하고 있었다

κατηκο͂λουθουν

(그들은) 복종하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατηκολοῦθουμην

(나는) 복종되고 있었다

κατηκόλουθου

(너는) 복종되고 있었다

κατηκόλουθειτο

(그는) 복종되고 있었다

쌍수 κατηκόλουθεισθον

(너희 둘은) 복종되고 있었다

κατηκολοῦθεισθην

(그 둘은) 복종되고 있었다

복수 κατηκολοῦθουμεθα

(우리는) 복종되고 있었다

κατηκόλουθεισθε

(너희는) 복종되고 있었다

κατηκόλουθουντο

(그들은) 복종되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 복종하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION