Ancient Greek-English Dictionary Language

κατοπάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κατοπάζω

Structure: κατ (Prefix) + ὀπάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to follow hard upon

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατοπάζω κατοπάζεις κατοπάζει
Dual κατοπάζετον κατοπάζετον
Plural κατοπάζομεν κατοπάζετε κατοπάζουσιν*
SubjunctiveSingular κατοπάζω κατοπάζῃς κατοπάζῃ
Dual κατοπάζητον κατοπάζητον
Plural κατοπάζωμεν κατοπάζητε κατοπάζωσιν*
OptativeSingular κατοπάζοιμι κατοπάζοις κατοπάζοι
Dual κατοπάζοιτον κατοπαζοίτην
Plural κατοπάζοιμεν κατοπάζοιτε κατοπάζοιεν
ImperativeSingular κατόπαζε κατοπαζέτω
Dual κατοπάζετον κατοπαζέτων
Plural κατοπάζετε κατοπαζόντων, κατοπαζέτωσαν
Infinitive κατοπάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατοπαζων κατοπαζοντος κατοπαζουσα κατοπαζουσης κατοπαζον κατοπαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατοπάζομαι κατοπάζει, κατοπάζῃ κατοπάζεται
Dual κατοπάζεσθον κατοπάζεσθον
Plural κατοπαζόμεθα κατοπάζεσθε κατοπάζονται
SubjunctiveSingular κατοπάζωμαι κατοπάζῃ κατοπάζηται
Dual κατοπάζησθον κατοπάζησθον
Plural κατοπαζώμεθα κατοπάζησθε κατοπάζωνται
OptativeSingular κατοπαζοίμην κατοπάζοιο κατοπάζοιτο
Dual κατοπάζοισθον κατοπαζοίσθην
Plural κατοπαζοίμεθα κατοπάζοισθε κατοπάζοιντο
ImperativeSingular κατοπάζου κατοπαζέσθω
Dual κατοπάζεσθον κατοπαζέσθων
Plural κατοπάζεσθε κατοπαζέσθων, κατοπαζέσθωσαν
Infinitive κατοπάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατοπαζομενος κατοπαζομενου κατοπαζομενη κατοπαζομενης κατοπαζομενον κατοπαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to follow hard upon

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION