Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμποδίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐμποδίζω ἐμποδιῶ

Structure: ἐμποδίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: e)n, pou/s

Sense

  1. to put the feet in bonds, to fetter
  2. to hinder, thwart, impede, in

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμποδίζω ἐμποδίζεις ἐμποδίζει
Dual ἐμποδίζετον ἐμποδίζετον
Plural ἐμποδίζομεν ἐμποδίζετε ἐμποδίζουσιν*
SubjunctiveSingular ἐμποδίζω ἐμποδίζῃς ἐμποδίζῃ
Dual ἐμποδίζητον ἐμποδίζητον
Plural ἐμποδίζωμεν ἐμποδίζητε ἐμποδίζωσιν*
OptativeSingular ἐμποδίζοιμι ἐμποδίζοις ἐμποδίζοι
Dual ἐμποδίζοιτον ἐμποδιζοίτην
Plural ἐμποδίζοιμεν ἐμποδίζοιτε ἐμποδίζοιεν
ImperativeSingular ἐμπόδιζε ἐμποδιζέτω
Dual ἐμποδίζετον ἐμποδιζέτων
Plural ἐμποδίζετε ἐμποδιζόντων, ἐμποδιζέτωσαν
Infinitive ἐμποδίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμποδιζων ἐμποδιζοντος ἐμποδιζουσα ἐμποδιζουσης ἐμποδιζον ἐμποδιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμποδίζομαι ἐμποδίζει, ἐμποδίζῃ ἐμποδίζεται
Dual ἐμποδίζεσθον ἐμποδίζεσθον
Plural ἐμποδιζόμεθα ἐμποδίζεσθε ἐμποδίζονται
SubjunctiveSingular ἐμποδίζωμαι ἐμποδίζῃ ἐμποδίζηται
Dual ἐμποδίζησθον ἐμποδίζησθον
Plural ἐμποδιζώμεθα ἐμποδίζησθε ἐμποδίζωνται
OptativeSingular ἐμποδιζοίμην ἐμποδίζοιο ἐμποδίζοιτο
Dual ἐμποδίζοισθον ἐμποδιζοίσθην
Plural ἐμποδιζοίμεθα ἐμποδίζοισθε ἐμποδίζοιντο
ImperativeSingular ἐμποδίζου ἐμποδιζέσθω
Dual ἐμποδίζεσθον ἐμποδιζέσθων
Plural ἐμποδίζεσθε ἐμποδιζέσθων, ἐμποδιζέσθωσαν
Infinitive ἐμποδίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμποδιζομενος ἐμποδιζομενου ἐμποδιζομενη ἐμποδιζομενης ἐμποδιζομενον ἐμποδιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμποδίω ἐμποδίεις ἐμποδίει
Dual ἐμποδίειτον ἐμποδίειτον
Plural ἐμποδίουμεν ἐμποδίειτε ἐμποδίουσιν*
OptativeSingular ἐμποδίοιμι ἐμποδίοις ἐμποδίοι
Dual ἐμποδίοιτον ἐμποδιοίτην
Plural ἐμποδίοιμεν ἐμποδίοιτε ἐμποδίοιεν
Infinitive ἐμποδίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμποδιων ἐμποδιουντος ἐμποδιουσα ἐμποδιουσης ἐμποδιουν ἐμποδιουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμποδίουμαι ἐμποδίει, ἐμποδίῃ ἐμποδίειται
Dual ἐμποδίεισθον ἐμποδίεισθον
Plural ἐμποδιοῦμεθα ἐμποδίεισθε ἐμποδίουνται
OptativeSingular ἐμποδιοίμην ἐμποδίοιο ἐμποδίοιτο
Dual ἐμποδίοισθον ἐμποδιοίσθην
Plural ἐμποδιοίμεθα ἐμποδίοισθε ἐμποδίοιντο
Infinitive ἐμποδίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμποδιουμενος ἐμποδιουμενου ἐμποδιουμενη ἐμποδιουμενης ἐμποδιουμενον ἐμποδιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὁ γὰρ γέρων οἴκοι μὲν ἀνδρῶν ἐστι δεξιώτατοσ, ὅταν δ’ ἐπὶ ταυτησὶ καθῆται τῆσ πέτρασ, κέχηνεν ὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδασ. (Aristotle, Lyric-Scene, iambics 1:25)

Synonyms

  1. to hinder

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION