- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐλεύθερος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: eleutheros 고전 발음: [엘레테로] 신약 발음: [앨레태로]

기본형: ἐλεύθερος ἐλευθέρα ἐλεύθερον

형태분석: ἐλευθερ (어간) + ος (어미)

어원: ἐλεύθερος 참고: 라틴어 liber

  1. 자유로운, 자유적
  1. free
  2. (substantive) freedom
  3. fit for a freeman

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἐλεύθερος

자유로운 (이)가

ἐλευθέρα

자유로운 (이)가

ἐλεύθερον

자유로운 (것)가

속격 ἐλευθέρου

자유로운 (이)의

ἐλευθέρας

자유로운 (이)의

ἐλευθέρου

자유로운 (것)의

여격 ἐλευθέρῳ

자유로운 (이)에게

ἐλευθέρᾳ

자유로운 (이)에게

ἐλευθέρῳ

자유로운 (것)에게

대격 ἐλεύθερον

자유로운 (이)를

ἐλευθέραν

자유로운 (이)를

ἐλεύθερον

자유로운 (것)를

호격 ἐλεύθερε

자유로운 (이)야

ἐλευθέρα

자유로운 (이)야

ἐλεύθερον

자유로운 (것)야

쌍수주/대/호 ἐλευθέρω

자유로운 (이)들이

ἐλευθέρα

자유로운 (이)들이

ἐλευθέρω

자유로운 (것)들이

속/여 ἐλευθέροιν

자유로운 (이)들의

ἐλευθέραιν

자유로운 (이)들의

ἐλευθέροιν

자유로운 (것)들의

복수주격 ἐλεύθεροι

자유로운 (이)들이

ἐλευθέραι

자유로운 (이)들이

ἐλεύθερα

자유로운 (것)들이

속격 ἐλευθέρων

자유로운 (이)들의

ἐλευθερῶν

자유로운 (이)들의

ἐλευθέρων

자유로운 (것)들의

여격 ἐλευθέροις

자유로운 (이)들에게

ἐλευθέραις

자유로운 (이)들에게

ἐλευθέροις

자유로운 (것)들에게

대격 ἐλευθέρους

자유로운 (이)들을

ἐλευθέρας

자유로운 (이)들을

ἐλεύθερα

자유로운 (것)들을

호격 ἐλεύθεροι

자유로운 (이)들아

ἐλευθέραι

자유로운 (이)들아

ἐλεύθερα

자유로운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐὰν κτήσῃ παῖδα Ἑβραῖον, ἓξ ἔτη δουλεύσει σοι. τῷ δὲ ἑβδόμῳ ἔτει ἀπελεύσεται ἐλεύθερος δωρεάν. (Septuagint, Liber Exodus 21:2)

    (70인역 성경, 탈출기 21:2)

  • ἐὰν δὲ ἀποκριθεὶς εἴπῃ ὁ παῖς, ἠγάπησα τὸν κύριόν μου καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδία, οὐκ ἀποτρέχω ἐλεύθερος. (Septuagint, Liber Exodus 21:5)

    (70인역 성경, 탈출기 21:5)

  • ἐὰν δέ τις πατάξῃ τὸν ὀφθαλμὸν τοῦ οἰκέτου αὐτοῦ ἢ τὸν ὀφθαλμὸν τῆς θεραπαίνης αὐτοῦ, καὶ ἐκτυφλώσῃ, ἐλευθέρους ἐξαποστελεῖ αὐτοὺς ἀντὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Exodus 21:26)

    (70인역 성경, 탈출기 21:26)

  • ἐὰν δὲ τὸν ὀδόντα τοῦ οἰκέτου ἢ τὸν ὀδόντα τῆς θεραπαίνης αὐτοῦ ἐκκόψῃ, ἐλευθέρους ἐξαποστελεῖ αὐτοὺς ἀντὶ τοῦ ὀδόντος αὐτῶν. (Septuagint, Liber Exodus 21:27)

    (70인역 성경, 탈출기 21:27)

  • Ἐὰν δὲ πραθῇ σοι ὁ ἀδελφός σου ὁ Ἑβραῖος ἢ Ἑβραία, δουλεύσει σοι ἓξ ἔτη, καὶ τῷ ἑβδόμῳ ἐξαποστελεῖς αὐτὸν ἐλεύθερον ἀπὸ σοῦ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 15:12)

    (70인역 성경, 신명기 15:12)

  • προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος, (Septuagint, Liber Psalmorum 87:5)

    (70인역 성경, 시편 87:5)

  • ἀξιῶ δέ, ὦ Ζεῦ, μετὰ παρρησίας μοι δοῦναι εἰπεῖν οὐδὲ γὰρ ἂν ἄλλως δυναίμην, ἀλλὰ πάντες με ἴσασιν ὡς ἐλεύθερός εἰμι τὴν γλῶτταν καὶ οὐδὲν ἂν κατασιωπήσαιμι τῶν οὐ καλῶς γιγνομένων διελέγχω γὰρ ἅπαντα καὶ λέγω τὰ δοκοῦντά μοι ἐς τὸ φανερὸν οὔτε δεδιώς τινα οὔτε ὑπ αἰδοῦς ἐπικαλύπτων τὴν γνώμην ὥστε καὶ ἐπαχθὴς δοκῶ τοῖς πολλοῖς καὶ συκοφαντικὸς τὴν φύσιν, δημόσιός τις κατήγορος ὑπ αὐτῶν ἐπονομαζόμενος. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 2:1)

    (루키아노스, Deorum concilium, (no name) 2:1)

  • οὐκ ἐγώ σε πρῴην, ὅτι ἐλεύθερος ἄγαν καὶ τραχὺς ἦσθα καὶ ἐπιτιμητικός, μικροῦ δεῖν προσεπαττάλευσα· (Lucian, Cataplus, (no name) 13:17)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 13:17)

유의어

  1. 자유로운

  2. freedom

  3. fit for a freeman

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION