δύστηνος
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
δύστηνος
Structure:
δυστην
(Stem)
+
ος
(Ending)
Etym.: Prob. for du/ssthnos; but the origin of -sthnos is uncertain.
Sense
- wretched, unhappy, unfortunate, disastrous, unhappy are they
- wretched
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐπεὶ δὲ ὁ κακοδαίμων ἐπὶ τὰσ τῆσ Ἀκαδημείασ θύρασ ἐκώμασεν, ὥσπερ ἐπὶ πάντασ εἰώθει, ἀνδραποδισαμένη αὐτὸν καὶ ἀπὸ τῶν χειρῶν τῆσ Μέθησ ἁρπάσασα μετὰ βίασ καὶ πρὸσ αὑτὴν ἀγαγοῦσα ὑδροποτεῖν τε κατηνάγκασεν καὶ νήφειν μετεδίδαξεν καὶ τοὺσ στεφάνουσ περιέσπασεν καὶ δέον πίνειν κατακείμενον, ῥημάτια σκολιὰ καὶ δύστηνα καὶ πολλῆσ φροντίδοσ ἀνάμεστα ἐπαίδευσεν ὥστε ἀντὶ τοῦ τέωσ ἐπανθοῦντοσ αὐτῷ ἐρυθήματοσ ὠχρὸσ ὁ ^ ἄθλιοσ καὶ ῥικνὸσ τὸ σῶμα γεγένηται, καὶ τὰσ ᾠδὰσ ἁπάσασ ἀπομαθὼν ἄσιτοσ ἐνίοτε καὶ διψαλέοσ εἰσ μέσην ἑσπέραν κάθηται ληρῶν ὁποῖα πολλὰ ἡ Ἀκαδήμεια ἐγὼ ληρεῖν διδάσκω. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 16:5)
- "οὐ ῥημάτια δύστηνα λέγοντεσ οἰόνταί τι παμμέγεθεσ ὠφελεῖν; (Lucian, De mercede, (no name) 17:6)
- χρυσόπαστον, ἢν δέ, οἱᾶ πολλὰ γίνεται, κενεμβατήσασ τισ αὐτῶν ἐν μέσῃ τῇ σκηνῇ καταπέσῃ, γέλωτα δηλαδὴ παρέχει τοῖσ θεαταῖσ τοῦ προσωπείου μὲν συντριβέντοσ αὐτῷ διαδήματι, ᾑμαγμένησ δὲ τῆσ ἀληθοῦσ κεφαλῆσ τοῦ ὑποκριτοῦ καὶ τῶν σκελῶν ἐπὶ πολὺ γυμνουμένων, ὡσ τῆσ τε ἐσθῆτοσ τὰ ἔνδοθεν φαίνεσθαι ῥάκια δύστηνα ὄντα καὶ τῶν ἐμβατῶν τὴν ὑπόδεσιν ἀμορφοτάτην καὶ οὐχὶ κατὰ λόγον τοῦ ποδόσ. (Lucian, Gallus, (no name) 26:5)
- "ἐξεργάζεται ὁ καλὸσ Χρύσιπποσ καὶ Ζήνων ὁ θαυμαστὸσ καὶ Κλεάνθησ, ῥημάτια δύστηνα καὶ ἐρωτήσεισ μόνον καὶ σχήματα φιλοσόφων, τὰ δ’ ἄλλα Ἑτοιμοκλεῖσ οἱ πλεῖστοι· (Lucian, Symposium, (no name) 30:1)
- ἀλλὰ μὴν οὐδ̓ ἐκεῖνό πω κατανενόηκασ, οἶμαι, ὡσ ἡ μὲν ἀρετὴ ἐν ἔργοισ δήπου ἐστίν, οἱο͂ν ἐν τῷ δίκαια πράττειν καὶ σοφὰ καὶ ἀνδρεῖα, ὑμεῖσ δὲ ‐ τὸ δὲ ὑμεῖσ ὅταν εἴπω, τοὺσ ἄκρουσ τῶν φιλοσοφούντων φημί ‐ ἀφέντεσ ταῦτα ζητεῖν καὶ ποιεῖν ῥημάτια δύστηνα μελετᾶτε καὶ συλλογισμοὺσ καὶ ἀπορίασ καὶ τὸ πλεῖστον τοῦ βίου ἐπὶ τούτοισ διατρίβετε, καὶ ὃσ ἂν κρατῇ ἐν αὐτοῖσ, καλλίνικοσ ὑμῖν δοκεῖ· (Lucian, 163:1)
Synonyms
-
wretched
- δύσζωος (wretched)
- πανάθλιος (all-wretched)
- παντάλας (all-wretched)
- μεγάλοιτος (very wretched)
- τάλας (suffering, wretched, wretched that I am)
- μογερός (toiling, wretched)
- τριτάλας (thrice-wretched)
- δάιος (unhappy, wretched)
- ἄθλιος (pitiful, wretched)
- ἄμορος (unlucky, wretched)
- ἄθλιος (wretched, sorry, wretched)
- ὀί̈ζυος (sorry, wretched)
- ἄλαστος (accursed wretch!)
- λευγαλέος (sad, wretched)
- δυσβίοτος (making life wretched)